Πέμπτη 20 Φεβρουαρίου 2020

Ο ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ ΤΩΝ ΚΑΡΟΥΛΙΩΝ

Ο Γέρων Γερόντιος Δανιηλίδης


     Ο μοναχός Γερόντιος Κατουνακιώτης (1891–1973), κατά κόσμον Μαργαρίτης Κοτζιταμίδης, του Αντωνίου και της Μαρίας, από το Φρενέλιο της Μ. Ασίας, γεννήθηκε το 1891. Προσήλθε στο Ησυχαστήριο των Οσίων Αγιορειτών Πατέρων, στα Κατουνάκια, το 1912. 
   Εκάρη μοναχός από τον ονομαστό Γέροντα (σ.σ Άγιο πλέον) Δανιήλ  το 1913 και εντάχθηκε στην Αδελφότητα των Δανιηλαίων, σε μια ευλογημένη συνοδεία που πάντοτε διακρινόταν για τη φιλοθεΐα, φιλαδελφία, φιλοξενία, φιλοπονία, φιλοκαλία και τη φιλοτιμία της. 
   Ο Γέροντας Γερόντιος ήταν εξαίρετος αγιογράφος και ιεροψάλτης. Είχε μια φωνή αρχαία, που ερχόταν από τα βάθη της Μικρασίας. Ήταν σοβαρός, ακέραιος, ακριβής, παραδοσιακός, ειλικρινής και ατόφιος. Ήταν ένας από τους λίγους που δεν λησμόνησε το «δι’ ὃ ἐξῆλθε τοῦ κόσμου».
    
   Ο λογοτέχνης Γιώργος Θεοτοκάς (1905–1966) στο βιβλίο του «Ταξίδι στη Μέση Ανατολή και στο Άγιον Όρος», το θέρος του 1961, γράφει για
τον Γέροντα Γερόντιο τα εξής:

     «Ο πατήρ Γερόντιος, από τους προϊσταμένους του αγιογραφικού οίκου, μεσόκοπος, ζωντανός και ανοιχτόκαρδος μοναχός, βρίσκεται στην προβλήτα των Καρουλίων και μας περιμένει. Έφερε κι ένα μουλάρι για να σηκώσει τις αποσκευές μας. Παίρνουμε σιγά-σιγά τον ανήφορο, γεμάτο πέτρες κοφτερές που κυλούν κάτω από τα πόδια μας, ενώ ο συνοδός μάς μιλά για τη ζωή των ερημιτών.»

     
   «“Εδώ, λίγο παραπάνω”, μας λέει, “ασκητεύει ένας Ρώσος μοναχός, ένας πρίγκιπας της παλαιάς Ρωσίας. Μεγάλος θεολόγος, ονομαστός. Μα, δεν μιλά ελληνικά. Αν ξέρετε ξένες γλώσσες, μπορούμε να δοκιμάσουμε να τον δούμε” (ΓτΧτΠτΑ: Κατά πάσα πιθανότητα πρόκειται για τον Γέροντα που περιγράφεται ΕΔΩ)
   Ναι, έχουμε ακούσει αρκετά για τον π. Νίκωνα, τον Ρώσο πρίγκιπα των Καρουλίων. “Θα προσπαθήσω”, λέει ο π. Γερόντιος, “Είναι πολύ γέρος και αποφεύγει τις συζητήσεις”. “Πώς ζει;”, ρωτούμε. “Έχει έναν παραγιό που του πλέκει καλάθια. Ρώσος κι αυτός, ο π. Ζωσιμάς, έμαθε ελληνικά και του κάνει και τον διερμηνέα. Πουλούν τα καλάθια και πορεύονται”.»

        «Σταματούμε μπρος σ’ ένα περιφραγμένο πεζούλι όπου βρίσκεται ένα ταπεινό κελί. Ο π. Γερόντιος μάς συστήνει και περιμένουμε απ’ έξω και μπαίνει να ζητήσει την άδεια να παρουσιαστούμε. Επιστρέφει σε λίγο και μας λέει ότι ο π. Νίκων θα μας δεχθεί, αλλά στο πόδι. Δεν θα μας βάλει να καθίσουμε, γιατί δεν θέλει να μας κρατήσει πολλή ώρα.»

     «Προχωρούμε σ’ ένα μισοσκότεινο καμαράκι όπου ο παραγιός, καθήμενος κάτω, πλέκει τα καλάθια του. Είναι μορφή Ρώσου καλογέρου κλασική, θα έλεγα, με καστανόξανθα γένια, βλέμμα ανοιχτό και μ’ εκείνον τον απροσδιόριστο σλαβικό αέρα που περιέχει ζωική ορμή και μυστικοπάθεια, ανθρωπιά απέραντη και καταστροφή. Μας χαμογελά και συνεχίζει τη δουλειά του.»


       «Από ένα διπλανό δωμάτιο προβάλλει ο π. Νίκων, χαμογελαστός κι αυτός, και μας χαιρετά. Είναι ίσιος, μάλλον υψηλός, με λίγα άσπρα γένια. Δεν φαίνεται καθόλου κουρασμένος, ούτε σωματικά ούτε διανοητικά, παρά τη μεγάλη του ηλικία. Τουναντίον, βαδίζει με άνεση και το βλέμμα του σπιθοβολεί, ολοζώντανο.   
  
   Έχει μια γοητεία παράξενη, πολύ ισχυρή, που κατακτά από την πρώτη στιγμή τον συνομιλητή του. Η όψη του μια βαθιά, άδολη, πολυδουλεμένη και πολύ έμπειρη πνευματικότητα, μια ήρεμη εγκαρτέρηση, μια αδιατάρακτη εσωτερική γαλήνη και, μαζί, μιαν εξαίρετη ευγένεια καταγωγής και ήθους, μια πολύ μεγάλη αρχοντιά. Η παραμικρή του κίνηση αναδίδει μια κομψότητα, μια λεπτότητα, μια χάρη που δεν βρίσκεται πια στη σημερινή κοινωνία και που μου φάνηκαν σαν επιβιώσεις ανακτορικές από έναν άλλον αιώνα. 
  Μας μίλησε πρώτα αγγλικά, ύστερα η συζήτηση κύλησε αυθόρμητα στα γαλλικά. Μεταχειριζότανε και τις δυο γλώσσες τέλεια. Είπαμε μερικά πράγματα για το Άγιον Όρος, για τις εντυπώσεις μας από την επίσκεψή μας. “Εδώ μας φυλάει η Παναγία…”, είπε. Μας ευλόγησε και του φιλήσαμε το χέρι.

     «Σαν ξαναπήραμε το μονοπάτι, ο πατήρ Γερόντιος μού ζήτησε να του μεταφράσω στα ελληνικά τη συζήτηση. Του τα είπα όλα. “Σωστά σάς μίλησε!”, είπε. “Αυτό πιστεύουμε όλοι μας εδώ...”».

   
    Κάποτε, ο Γέροντας Γερόντιος θέλησε να δοκιμάσει τον Καρουλιώτη ασκητήΦιλάρετο (†1962), που είχε πάει, όπως συνήθιζε, ξυπόλητος στην κατοικία τους: «Είσαι υποκριτής! Μας φανερώνεις ότι βαδίζεις ξυπόλυτος και με κουρελιάρικα ρούχα, για να μας κάνεις δήθεν τον ταπεινό!...». 
   Εκείνος, κατεβάζοντας χαμηλά το κεφάλι του, του λέει: «Γέροντα, είναι αλήθεια πως είμαι υποκριτής. Τι να κάνω, όμως, για να διορδωθώ;». «Να φορέσεις υποδήματα και να τακτοποιηθείς!». «Να είναι ευλογημένο, Γέροντα Γερόντιε!», απάντησε, «Έτσι, θα κάνω!». Έθεσε βαθιά μετάνοια και αναχώρησε. Πήγε και βρήκε κάτι παλαιά υποδήματα που είχε χρόνια να τα βάλει, τα βάστηξε στη μασχάλη του και όταν ήταν να επισκεφθεί τους Δανιηλαίους, τα φόρεσε έξω από τη θύρα τους. 
   Αυτό το έκανε με δυσκολία μεγάλη, γιατί από τα χρόνια είχαν σκληρύνει πολύ τα πόδια του και ήταν πολύ δύσκολο πια να φορέσει υποδήματα. Βλέποντάς τον ο Γέροντας Γερόντιος τού λέει: «Τώρα, μάλιστα! Αληθινά, είσαι ένας ταπεινός μοναχός». «Ευλόγησον, ευλόγησον Γέροντα!», είπε και αναχώρησε παραπατώντας σαν παιδί. Ο δε Γέροντας Γερόντιος δεν έκρυβε τον θαυμασμό του.
     
   Όταν επισκεφθήκαμε για πρώτη φορά τους Δανιηλαίους, ήταν φρεσκοσκαμμένο το μνήμα του Γέροντος Γεροντίου και πολλοί μιλούσαν με μεγάλο θαυμασμό γι’ αυτόν. Ο Γέροντας Δοσίθεος, ηγούμενος της Μονής Τατάρνης, συνδεόταν πνευματικά μαζί του και μας έλεγε πως επρόκειτο για έναν σπουδαίο, μοναδικό και υπέροχο Αγιορείτη Γέροντα, αρχοντικό, δίχως μικροπρέπειες, μιζέριες και σχολαστικότητες...
Μοναχού Μωϋσέως Αγιορείτου
(1952–2014):
«Μέγα Γεροντικό
εναρέτων αγιορειτών του 20ού αιώνος»,
Τόμ. Β΄ (1956–1983), σελ. 875–881,
Εκδόσεις «Μυγδονία»
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου