Πέμπτη 20 Σεπτεμβρίου 2018

Το θεουσάδικο...

Μικρές ιστορίες 
του χθες και του σήμερα...

Σεπτέμβρης 1998.
 
Με ένα παλιό Citroen Visa, γεμάτο βαλίτσες και κούτες με βιβλία, έφτασα κατάκοπη αργά το μεσημέρι στην Κορύτα, μια κωμόπολη 300 χιλιόμετρα μακριά από τους γονείς μου, από τις φίλες μου, από την αγαπημένη μου πρωτεύουσα. 
Πήγα κατευθείαν στο σπίτι που νοίκιασα μέσω τηλεφώνου και ξεκίνησα να ξεφορτώνω πράγματα.
Όταν τελείωσα, ήταν μεσάνυχτα. 
Βγήκα στο μικρό μπαλκονάκι και κοίταξα την κωμόπολη που απλωνόταν μπροστά μου. Εδώ θα περνούσα τους επόμενους εννέα μήνες. 
Ήταν ο πρώτος μου διορισμός. Δεν είχα όμως, άλλες επιλογές. 
Ήμουν πολύ χαμηλά στη λίστα των αναπληρωτών, ο μόνιμος διορισμός αργούσε και αναγκαστικά ξεσπιτώθηκα. 
Δεν ήμουν καθόλου χαρούμενη. 
Πρώτη φορά θα ζούσα σε επαρχία. 
Ήμουν βέβαιη ότι δεν θα μου άρεσε. 
Με ενοχλούσε η προφορά τους. 
Με ενοχλούσαν τα φαγητά τους. 
Με ενοχλούσε που δεν υπήρχε ένα θέατρο, ένα ίχνος πολιτισμού. 
Με ενοχλούσαν τα πάντα, χωρίς να έχω ζήσει ξανά στον τόπο αυτό ...
Κυριακή πρωί σηκώθηκα με χίλια ζόρια και πήγα στην εκκλησία με ένα σωρό αμφιβολίες, αν τελικά ο Θεός ήθελε να ταλαιπωρούμαι έτσι. 
Και την άλλη μέρα το πρωί ξεκίνησα με βαριά καρδιά για το σχολείο. 
Μπαίνοντας στην αυλή με περικύκλωσε ένα τσούρμο παιδάκια και κάποιο είπε 
«Εσείς θα μας κάνετε Οδύσσεια;». 
Κούνησα αόριστα το κεφάλι και μπήκα βιαστικά στο γραφείο των καθηγητών.
«Καλώς μας ήρθατε!» μου είπε με ζεστή φωνή μια κυρία περασμένης ηλικίας με λευκά μαλλιά πιασμένα πίσω κότσο. 
Ήταν η Διευθύντρια. 
Ήταν ολοφάνερο ότι ήμουν τρακαρισμένη. Κι ήταν επίσης ολοφάνερο ότι εκείνη προσπαθούσε να με κάνει να νιώσω καλύτερα. Με κατατόπισε σχετικά με τα τμήματα και τα μαθήματα που θα αναλάβω και είπε στο τέλος «είναι αρχή μου να μην αναλαμβάνουν οι αναπληρωτές τα δυσκολότερα τμήματα, έκανα ό,τι μπορούσα». 
Τότε δεν το κατάλαβα αυτό που είπε, αργότερα όταν άλλαξα σχολείο, συνειδητοποίησα ότι οι αναπληρωτές είναι κάτι σαν τους νεοσύλλεκτους στο στρατό.
Το κουδούνι χτύπησε για το μεγάλο διάλειμμα και εγώ ανακουφισμένη, έκανα να φύγω. 
«Ελάτε, να σας συστήσω στους συναδέλφους» είπε εκείνη. 
«Συνάδελφοι, από σήμερα θα είναι μαζί μας η Κρυσταλιώ. Μας έρχεται από Αθήνα».
- Από Αθήνα;! πετάχτηκαν ενθουσιασμένοι τρεις.
- Ηλιούπολη, Μάριος ΠΕ06.
- Μαρούσι, Δέσποινα ΠΕ04.
- Νέος Κόσμος, Δημήτρης ΠΕ03.
Πέρασαν μερικά λεπτά και μια λεπτή κοπέλα με μαύρα μακριά μαλλιά πιασμένα κότσο, στάθηκε δίπλα μου.
- Κι εγώ από Αθήνα είμαι. Τώρα μένω μόνιμα εδώ. Παναγιώτα, ΠΕ03.
Από κείνη τη μέρα ο Μάριος, η Δέσποινα, ο Δημήτρης κι εγώ γίναμε κάτι σαν κολλητοί. Είχαμε τον κοινό καημό, της ... ξενιτιάς. Όταν συναντιόμασταν, η κουβέντα πάντα στρεφόταν γύρω από την οπισθοδρομική επαρχία, με τις προλήψεις και τις δεισιδαιμονίες, με την παντελή έλλειψη ευκαιριών πολιτισμού, με τους χωριάτες.
Η Παναγιώτα ήταν πιο απόμακρη. «Είναι κι αυτή θεούσα...» ανέλαβε να μου εξηγήσει ο Δημήτρης. Τότε παρατήρησα ότι η Παναγιώτα και η διευθύντρια, η κ. Χριστίνα, ήταν ολόιδιες στο ντύσιμο κι ας είχαν αρκετά χρόνια διαφορά.  Κάθε μια βέβαια, με τη δική της προσωπικότητα.
Η Διευθύντρια ήταν πιο σοβαρή, αλλά ευχάριστη στη συντροφιά. Η Παναγιώτα ήταν πάντα γελαστή και πρόθυμη να μας εξυπηρετήσει. 
Πολλές φορές εις βάρος της. Κάτι που εμείς συχνά δεν καταλαβαίναμε ή κάναμε πως δεν καταλαβαίναμε. 
Μια μέρα έλειψε ένας συνάδελφος ξαφνικά. 
«Παναγιώτα μου, μπορείς να απασχολήσεις τα παιδιά;» είπε η Διευθύντρια. «Είναι κρίμα να σχολάσουν νωρίς και να περιμένουν δυο ώρες μέσα στον ήλιο το λεωφορείο που πάει στα χωριά. Έλα να σου δώσω μια ταινία να τους βάλεις» συνέχισε. Και μπήκαν μαζί στο γραφείο της Διευθύντριας. 
«Το θεουσάδικο έχει σύσκεψη» πέταξε ειρωνικά ο Δημήτρης. 
Από κείνη την μέρα μπήκε μια καινούρια λέξη στην καθημερινότητά μας: 
το θεουσάδικο. 
Ό,τι κι αν έλεγαν, ό,τι κι αν έκαναν οι δυο τους, εμείς ή τις ειρωνευόμασταν ή τις αγνοούσαμε. 
Μας ενοχλούσε που τις αγαπούσαν τα παιδιά κι ας ήταν αυστηρές. Μας πείραζε που ήταν πάντα πιο νωρίς από όλους στο σχολείο και έφευγαν τελευταίες.  
Μας ήταν αβάσταχτο που ήταν πάντα με χαμόγελο, όχι το φτιαχτό, το «χαμόγελο της πωλήτριας», αλλά το original … 
Όλα πάνω τους μας ενοχλούσαν.  
Ο Δημήτρης είχε έναν λόγο παραπάνω να μη χωνεύει την Παναγιώτα. 
Ήταν της ίδιας ειδικότητας, η Παναγιώτα είχε πάρει το τμήμα με τους πιο αδύνατους, αλλά στο διαγωνισμό της Μαθηματικἠς Εταιρείας δύο μαθητές της πήραν διάκριση. Από το τμήμα του Δημήτρη κανείς, ούτε για μυρωδιά ...
Ένα κρύο πρωινό του Φλεβάρη ξύπνησα με πυρετό, ψηλό πυρετό, ακατέβατο. 
Πήρα τον οικογενειακό μας γιατρό στην Αθήνα, ο οποίος μου είπε να μείνω στο σπίτι με αντιπυρετικά μέχρι να δούμε πώς θα εξελιχθεί. 
Ενημέρωσα το σχολείο ότι δεν θα πάω και ... τότε θυμήθηκα με φρίκη ότι εκείνη τη μέρα έπρεπε να περάσω τους βαθμούς του 2ου τριμήνου  στις καρτέλες των παιδιών.  Δεν είχα άλλο περιθώριο. 
Έπρεπε στη συνέχεια να τσεκαριστούν οι βαθμοί, να εκτυπωθούν οι έλεγχοι, να σφραγιστούν και να υπογραφούν. 
Δυστυχώς τα είχα αφήσει όλα την τελευταία στιγμή και τώρα ήμουν εκτεθειμένη ...
Με έπιασε πανικός. Πήρα ξανά τηλέφωνο στο σχολείο για να τους ενημερώσω ότι θα το έκανα την άλλη μέρα νωρίς το πρωί. Ξημέρωσε η άλλη μέρα, εγώ ήμουν απύρετη, αλλά θες από την εξάντληση, θες γιατί είχε μια ωραία ταινία στην τηλεόραση το βράδυ, δεν άκουσα το ξυπνητήρι. 
Και αντί να πάω στις 7 όπως είχα υπολογίσει, πήγα στις 10 παρά τέταρτο, λίγο πριν από το μάθημα που είχα την 3η διδακτική ώρα. Σε όλο το δρόμο έψαχνα να βρω τι δικαιολογία θα πω στη Διευθύντρια. 
Μπήκα αθόρυβα στο γραφείο καθηγητών και πήρα πρώτα τις καρτέλες του Α1 ...
Στην αρχή νόμισα ότι κάποιος συνάδελφος κατά λάθος είχε περάσει τους δικούς του βαθμούς στα δικά μου μαθήματα. Έπεσα έξω. Κάποιος είχε πάρει τις καταστάσεις βαθμολογίας και όσο εγώ ήμουν σπίτι, πέρασε τους βαθμούς! 
« Έχει πλάκα» είπα μέσα μου ... 
Πήρα με κρυφή ελπίδα τις καρτέλες του Α2. Κι εκεί περασμένες όλες οι βαθμολογίες. Το ίδιο και στο Β1. Δεν πίστευα στα μάτια μου.
«Εσύ;» στράφηκα γελώντας στο Δημήτρη και του έδειξα με νόημα τις καρτέλες. 
«Τι εγώ;» απάντησε τόσο αδιάφορα, που με έπεισε ότι δεν το είχε κάνει αυτός. 
Όταν το είπα στους άλλους δυο, μου την είπαν από πάνω 
«Ρε, χάνεις; Αφήνουμε καρτέλες τελευταία στιγμή;»
Τότε ποιος; Θα έσκαγα αν δεν το έβρισκα. Το μεσημέρι βρήκα την καθαρίστρια. «Ξέρεις, της είπα αδιάφορα, εδώ έχουμε προσωπικά μας πράγματα. 
Μήπως το πρωί αφήνεις ανοιχτή την πόρτα του Γραφείου και τα παιδιά ...». 
Δεν μ’ άφησε να τελειώσω τη φράση μου. Τρομοκρατήθηκε η καϋμένη. 
«Αλήθεια σας λέω, κανείς δεν μπαίνει. Μόνο η κ. Παναγιώτα έρχεται νωρίς. Χάσατε κάτι;»
Όχι δεν έχασα τίποτα. Αντίθετα, μάλιστα. Βρήκα το «δράστη». 
Μόνο που δεν τολμούσα να της πω ούτε ένα «ευχαριστώ». 
Αργά το μεσημέρι τη βρήκα μόνη της και της είπα «δεν ήταν ανάγκη, θα τις έφτιαχνα εγώ». 
Μου χαμογέλασε αθώα και έφυγε.
Ένα πρωί η Παναγιώτα έκανε το μοιραίο «λάθος». Είπε στη Διευθύντρια ότι το δεκαπενταμελές σκόπευε να κάνει κατάληψη. Κάτι που ήδη το είχαμε συζητήσει εμείς οι υπόλοιποι, το ξέραμε, αλλά δεν θέλαμε να το μάθει η Διευθύντρια, με την κρυφή ελπίδα να χάσουμε 1-2 μέρες μάθημα. 
Γι’ αυτό κάναμε μούτρα στην Παναγιώτα. Ο Δημήτρης ήταν πιο σκληρός από όλους μας. «Αν το μάθουν τα παιδιά ...» της είπε με νόημα.  
Σε λίγες μέρες το περιστατικό ξεχάστηκε και γυρίσαμε στην ρουτίνα της καθημερινότητας.
Οι μήνες κύλησαν κι έφτασε η χρονιά στο τέλος της. 
Την ημέρα που θα φεύγαμε η Διευθύντρια με χαιρέτησε εγκάρδια και μου είπε ενθουσιασμένη 
«Κρυσταλιώ μου, έχεις κάνει μεγάλη πρόοδο. 
Τυχερά τα παιδιά που θα σε έχουν του χρόνου». 
Ε, όχι ! «Αυτή με δουλεύει» είπα από μέσα μου ... Ποια πρόοδο; Ας μην ήταν εκείνη από πίσω μου να με συμβουλεύει διακριτικά και θα τα είχα κάνει θάλασσα. Χίλια δυο πράγματα είχα μάθει δίπλα της.
Τον επόμενο Σεπτέμβριο όταν δήλωσα ξανά την ίδια περιοχή στην αίτηση των αναπληρωτών, όλες μου οι φίλες συμφώνησαν ότι πίνω ληγμένα. 
Δεν ξέρω πώς έγινε, αλλά βρέθηκα ξανά στο ίδιο σχολείο. 
Η κ. Χριστίνα έκανε σαν μικρό παιδί όταν με ξαναείδε. 
Με έσφιγγε στην αγκαλιά της και έλεγε συνέχεια «Δόξα τω Θεώ». 
Κι η Παναγιώτα χάρηκε πολύ.
Τον Ιούνη δεν τις αποχαιρέτησα. 
Μόνο δώσαμε ραντεβού για τον επόμενο  Σεπτέμβρη. 
Και το ίδιο έγινε την τρίτη χρονιά. 
Και την τέταρτη. 
Μόνο που εκείνη θα ήταν η τελευταία μαζί τους. 
Η κ. Χριστίνα θα έβγαινε σε σύνταξη. Και εγώ θα διοριζόμουν ως μόνιμη. 
Η χρονιά αυτή θα μου μείνει αξέχαστη. Δεν ήθελα να τελειώσει. 
Ρουφούσα κάθε τι που άκουγα από την αγαπημένη μας Διευθύντρια. 
«Ευχάριστη σοβαρότητα» ήταν το μότο της. 
Και εξηγούσε «να είστε σοβαροί στην τάξη, αλλά όχι κατηφείς». 
Έλεγε κι άλλα που τα ’χω κρατήσει σαν πολύτιμα διαμαντάκια στην καρδιά μου. 
«Μην υποτιμάτε τους ντόπιους. Αν δεν μπείτε στην καρδιά τους, δεν θα μπουν τα λόγια σας στο μυαλό τους. Και για τα φαγητά τους πρέπει να πούμε έναν καλό λόγο ... και την προφορά τους πρέπει λίγο να ξεχάσουμε ... και τη νοοτροπία τους να αγνοήσουμε. Αλλιώς άδικα παλεύουμε».
Είχε μπει η Άνοιξη, είχαμε μόνο μία εβδομάδα μάθημα πριν από τις διακοπές του Πάσχα όταν η Παναγιώτα έκανε ένα φάουλ. Φάουλ καθαρό, καραμπινάτο. 
Για να είμαι ειλικρινής, ήταν ένα από από τα πταίσματα που πολλοί συνάνθρωποί μας κάνουν. 
Και εγώ έχω κάνει πολλές φορές. Όμως η Παναγιώτα έπρεπε να είναι στα μάτια μας αναμάρτητη. 
Αψεγάδιαστη. 
Και τώρα έπεσε από το βάθρο που εμείς την είχαμε ανεβάσει. 
Τα σχόλια έδιναν κι έπαιρναν. 
Κι εγώ κλονίστηκα. 
Όχι τόσο, γιατί την είχα ψηλά μέσα μου, όσο για το ότι έπρεπε να απολογηθώ στα υπονοούμενα των συναδέλφων. 
Απέφευγα να της μιλάω μπροστά στους άλλους, θέλοντας να δείξω ότι εγώ δεν έχω σχέση με το θεουσάδικο (η φράση έμεινε όλα τα χρόνια, σαν τα παρατσούκλια που περνάνε στην επόμενη φουρνιά των μαθητών).
Μπήκε ο Ιούνιος, τέλειωσαν οι εξετάσεις, βγήκαν τα αποτελέσματα κι ήρθε η ώρα να χωρίσουμε. 
Την επόμενη χρονιά θα διοριζόμουν ως μόνιμη σε άλλο σχολείο. 
Δεν ήξερα αν έπρεπε να χαρώ ή να λυπηθώ. Ήμουν πολύ μπερδεμένη. 
Έφτασε η τελευταία μέρα. Πήγα νωρίς στο σχολείο για να ετοιμάσω τα χαρτιά της απόλυσης και μετά να φορτώσω τις αποσκευές στο αυτοκίνητο. 
Όταν μπήκα στο γραφείο ξαφνιάστηκα. Για μια στιγμή νόμισα πως γινόταν πάρτι. Στο τραπεζάκι που ήταν στο κέντρο υπήρχαν πιατέλες με πίτες, πιτάκια, γλυκά και αναψυκτικά. 
Η Διευθύντρια μάς είχε ετοιμάσει το κέρασμα του αποχωρισμού. 
Και στο γραφείο του καθενός είχε αφήσει μια σακούλα χάρτινη.  
Άνοιξα τη δική μου. Είχε μια Καινή Διαθήκη, χρυσόδετη. 
Την άνοιξα. 
Ἡ ψυχή μου ἐν ταῖς χερσί Σου διὰ παντός”. Στην Κρυσταλιώ μου, με όλη μου την αγάπη, Χριστίνα Π. έγραφε στην πρώτη σελίδα. 
Τότε πρόσεξα πως υπήρχε και ένα μικρό κουτάκι μέσα στη σακούλα. Ήταν το αγαπημένο μου λιβάνι. 
Το χρησιμοποιούσε η Παναγιώτα όταν ερχόταν ο ιερέας για αγιασμό, στην αρχή της χρονιάς. 
Της έλεγα πάντα «αυτό το λιβάνι σου, με στέλνει ...». 
Και εκείνη γελούσε αθώα.
Το έφερα κοντά στη μύτη μου. Και τότε γλίστρησε από τη συσκευασία ένας κίτρινος φάκελος με μια μικρή κάρτα. 
Ο γραφικός χαρακτήρας μού ήταν γνώριμος. 
«Καλή σταδιοδρομία! Προσευχήσου και για μένα το κούτσουρο, να με ελεήσει ο Θεός. Παναγιώτα».
Την επόμενη χρονιά βρέθηκα σε ένα νησί. Δεν τις ξαναείδα. Επικοινωνούσαμε όμως τηλεφωνικά. 
Μέχρι που έμαθα ότι η κ. Χριστίνα ταξίδεψε για την αγκαλιά του Θεού. Από τότε χαθήκαμε και με την Παναγιώτα.
***
Είχα κοσκινίσει το αλεύρι. Πρόσθεσα το αλάτι και έριξα σε μια λακουβίτσα τη μαγιά διαλυμένη σε χλιαρό νερό. Το κεράκι άπλωνε το γλυκό του φως τριγύρω. Το λιβάνι μοσχομύριζε. Ήμουν έτοιμη να αρχίσω το ζύμωμα, όταν χτύπησε το κινητό μου.
-Σοφία μου, σήκωσε το τηλέφωνο, είπα στην κόρη μου.
- Μαμά, είναι από την Κατασκήνωση. Τα παιδιά θα είναι, μου απάντησε εκείνη.
- Απάντησε εσύ χαρά μου, εγώ φτιάχνω το πρόσφορο.
                 Το σήκωσε.
- Μαμά, έλα! Είναι ο Αποστόλης. Εσένα θέλει.
Σκούπισα βιαστικά τα χέρια μου και πήρα το τηλέφωνο.
- Έλα ρε μάνα, θα έρθεις αύριο επισκεπτήριο; Ξέχασα την Καινή Διαθήκη σπίτι. Φέρε μου μία. Αλλά μην μπεις στο δωμάτιό μου! Φέρε μια δικιά σου ... Έχεις εσύ δεύτερη ... Στη Βιβλιοθήκη, πάνω αριστερά ... εκείνη που λέει «μετά συντόμου ερμηνείας» ... Κατάλαβες, έτσι; Μην μπεις στο δωμάτιό μου ! τα είπε όλα με μια ανάσα.
- Καλά θα δω ...
- Τι καλά ρε μάνα; Έλα, περιμένουν κι άλλοι για τηλέφωνο ! Χαιρετίσματα από το Γεράσιμο! Όλα κομπλέ λέει! είπε πάλι με μια ανάσα και μου το ’κλεισε.
Την ώρα που ψηνόταν το πρόσφορο έριξα μια ματιά στο πάνω αριστερά ράφι της Βιβλιοθήκης. Προφανώς ο Αποστόλης μπλόφαρε, για να τον λυπηθώ και να του δώσω τη δική μου Καινή Διαθήκη, εκείνη που μου χάρισε ο άνδρας μου τη βραδιά των αρραβώνων μας. Όχι Αποστολάκη μου ! Δεν θα στο κάνω το χατίρι ... Ας μην την ξέχναγες ... Κι ας μην έχει απαγορευτικό το δωμάτιό σου, εξαιτίας της ακαταστασίας που επικρατεί ... Όχι χρυσό μου!
Σκάναρα με τη ματιά μου τα βιβλία του ραφιού. Και την είδα! Μια χρυσόδετη Καινή Διαθήκη, τοποθετημένη εκεί, ποιος ξέρει πόσα χρόνια ... Την άνοιξα με συγκίνηση. Διάβασα με βουρκωμένα μάτια την αφιέρωση. Γύρισα ένα ένα τα φύλλα. 
Ανάμεσα στις σελίδες 452 και 453 υπήρχε ένας μικρός κίτρινος φάκελος που έκρυβε τον τίτλο της περικοπής «Ἡ ἀρχιερατικὴ  προσευχὴ τοῦ Χριστοῦ ...». Τον άνοιξα με χτυποκάρδι. Τα δάκρυα δεν με άφηναν να διαβάσω το κείμενο. Όμως, το ήξερα απέξω. Το είχα διαβάσει πολλές φορές ύστερα από εκείνο το πρωινό του Ιούνη του 2002 σε μια κωμόπολη 300 χλμ. μακριά από την Αθήνα ...
Πήγα στην κουζίνα. Το πρόσφορο ήθελε λίγη ώρα ακόμα για να ψηθεί. Πάνω         στο τραπέζι ήταν τα δυο χαρτιά με τα ονόματα. Πήρα ένα στυλό και πρόσθεσα από ένα όνομα στο κάθε χαρτί: 
Παναγιώτας στο «υπέρ υγείας» και Χριστίνας στο «υπέρ αναπαύσεως».

[Στη μνήμη της κ. Χριστίνας που με παρέλαβε άβγαλτο κοριτσάκι και με έπλασε εκπαιδευτικό... ]

Κρ. Π.

(Με κάποιες ψυχές, κάποτε γνωστές κι αγαπημένες κι άλλοτε μακρινές και άγνωστες, η πνευματική συγγένεια είναι τόσο δυνατή, που ενίοτε σε "ξετινάζει"...Τόσο δυνατή, που δεν μπορείς να μην το ομολογήσεις...Κάτι τέτοιο συμβαίνει και σ΄αυτήν την περίπτωση...Ομολογουμένως.-)
                                                                                                               "αμφοτεροδέξιος" )

2 σχόλια: