Το Βυζάντιο επιχείρησε πέντε φορές, από το 820 έως το 961 με
απανωτές ήττες και μεγάλες απώλειες να ανακτήσει την Κρήτη από τους
Άραβες, που την κατείχαν 140 χρόνια αλλά οι δυσκολίες ήταν ανυπέρβλητες.
Γράφει ο Δρ. Ε. Καλογεράκης
Το 961 μ.Χ. επιχειρεί την απελευθέρωση της Κρήτης ο ένδοξος και
ανδρείος αραβομάχος Στρατηγός και μετέπειτα Αυτοκράτορας και Άγιος,
Νικηφόρος Φωκάς. Προετοιμάζει μια γιγαντιαία απόβαση με 3.300 πολεμικά
και μεταγωγικά πλοία με τη βοήθεια του μυστικού όπλου των Βυζαντινών του
«υγρού πυρός».
Ήταν από τις μεγαλύτερες αποβάσεις στην ιστορία, τηρουμένων των αναλογιών, ισότιμη της απόβασης των συμμάχων στην Νορμανδία.
Πνευματικό σύμβουλο στην εκστρατεία αυτή είχε τον φίλο του μοναχό και
μετέπειτα Άγιο Αθανάσιο τον Αθωνίτη, ιδρυτή της Μονής Μ. Λαύρας του
Αγίου Όρους, τον οποίο πίεσε να έλθει μαζί του, για να προσεύχεται για
τη θετική έκβαση της δύσκολης αυτής επιχείρησης, όπως και έγινε.
Η απόβαση έγινε κοντά στον Χάνδακα (Ηράκλειο). Ακολουθούν σφοδρές μάχες με τους Άραβες και καταλαμβάνεται το Ηράκλειο.
Έπεται μια φοβερή σφαγή, αδιάκριτα ηλικίας και φύλου, ως εκδίκηση των Βυζαντινών για τις πέντε αποτυχημένες εκστρατείες.
Χαρακτηρίζεται από τις μεγαλύτερες σφαγές στην ιστορία. Όταν ο
Νικηφόρος Φωκάς μπήκε στον Χάνδακα με δυσκολία κατόρθωσε να σταματήσει
το κακό. Άραβας ιστορικός υπολογίζει σε 200 χιλιάδες τους φονευθέντες
και άλλους τόσους αιχμαλωτισθέντες:(Βλ. Στεφ. Ξανθουλίδου, Ιστορία της
Κρήτης,εκδ. Ελληνική εκδ. εταιρεία, Αθήνα 1981, σ.72).
Είναι από τις μελανές στιγμές των πολεμικών επιχειρήσεων του
Ελληνισμού, αν και τις φρικαλεότητες διέπραξαν κυρίως τα βαρβαρικά
μισθοφορικά σώματα, των Αρμενίων, Σλάβων, Ρώσων κλπ., του Βυζαντινού
στρατού.
Έτσι η Κρήτη υπάγεται ξανά στη Βυζαντινή αυτοκρατορία, με πολιτικό, θρησκευτικό και στρατιωτικό κέντρο το Χάνδακα.
Ο Νικηφόρος Φωκάς, γκρεμίζει τα τείχη στον Χάνδακα, κτίζει
εκκλησίες, και μετατρέπει τα μουσουλμανικά τεμένη σε εκκλησίες, κάνει
οχυρώσεις και καθιστά την Κρήτη σκοπιά και προπύργιο του Ελληνισμού κατά
των επιθέσεων των Αράβων.
Τότε κτίζεται και ο ναός του Αποστόλου Τίτου στον Χάνδακα, στην ίδια θέση που είναι ο σημερινός.
Επειδή μεγάλο μέρος του πληθυσμού κάτω από την πίεση των Αγαρηνών
είχε εξισλαμισθεί, ο ευσεβής Νικηφόρος Φωκάς μεταφέρει στην Κρήτη τον
Άγιο Νίκωνα των μετανοείτε, που επανάφερε στο Χριστιανισμό μεγάλο μέρος
των Κρητών.
Εμπλουτίζει τον Κρητικό πληθυσμό με σπουδαίες οικογένειες Ελλήνων
κυρίως, αλλά και Αρμενίων στρατιωτών του, Σλάβων και βαρβάρων Χριστιανών
από την Μ. Ασία κυρίως, παραχωρώντας τους καλλιεργήσιμες εκτάσεις και
βοσκότοπους.
Από τους αποίκους αυτούς διατηρήθηκαν τα ονόματα χωριών Αρμένοι (στη
Σητεία, Ρέθυμνο, Αποκόρωνα, Αρμενοχωριό στην Κίσσαμο, Σκλάβοι και
Σκλαβελοχώρι στη Σητεία και πεδιάδα, Βαρβάροι στο Ηράκλειο κλπ).
Είναι γνωστὸ ότι κατὰ τη δεύτερη βυζαντινὴ περίοδο (961-1204) και την
περίοδο των Παλαιολόγων (1204-1453) η Κρήτη δέχθηκε επανειλημμένους
εποικισμοὺς πληθυσμών απὸ την Κωνσταντινούπολη, τη Μ. Ασία και την
Πελοπόννησο, είτε στο πλαίσιο της αυτοκρατορικής πολιτικής είτε λόγῳ των
τουρκικών πιέσεων. Πολλὰ οικογενειακὰ επώνυμα των εποίκων αυτών
διατηρούνται έως σήμερα αυτούσια ή παραλλαγμένα.
Το 1000-1050 μ.Χ., ασκεί έντονο ιεραποστολικό έργο στην Κρήτη ο Άγιος
Ιωάννης ο Ξένος. Το 1090 μ.Χ., το Βυζάντιο έστειλε στην Κρήτη δώδεκα
αρχοντικές οικογένειες, παραχωρώντας τους μεγάλες εκτάσεις γης,
αποτελώντας τα ερείσματα της βυζαντινής εξουσίας στο νησί.
Είναι τα δώδεκα αρχοντόπουλα που συνθέτουν το μεσαιωνικό μύθο της
Κρήτης και αναφέρονται σε Αυτοκρατορικό έγγραφο του Αλεξίου Κομνηνού,
μαζί με τα κτήματα που παραχωρούντο στον καθένα, κυρίως πέριξ της
πρωτεύουσας Χάνδακα.
Οι απόγονοι των οικογενειών αυτών, τα ονόματα των οποίων σώζονται
μέχρι σήμερα (Φωκάδες, Καλλέργηδες, Μελισσηνοί, Σκορδίληδες που κάποιοι
ονομάστηκαν και Πάτεροι, Γαβαλάδες, Μουσούροι, Βαρούχες, Αρκολέοι,
Βλαστοί, Λίθινες ή Λίτινες, Αργυρόπουλοι, Καλαφάτοι ή Καφάτοι,
Χορτάτζηδες), ηγήθηκαν αργότερα σε πολλές επαναστάσεις κατά των Βενετών
και στήριξαν την βυζαντινή παράδοση στην Κρήτη:(Βλ.Θεοχάρη Δετοράκη, Η
Κρήτη των αιώνων και των αγώνων, ό.π., σ.64).
Βέβαια άλλοι ιστορικοί αμφισβητούν τη γνησιότητα των εγγράφων και
θεωρούν μύθο την ιστορία αυτή για τα δώδεκα αρχοντόπουλα: (Πρβλ. Στεφ.
Ξανθουλίδου, Ιστορία της Κρήτης, ό,π., σ.76).
Ο ενθουσιασμός στην Κωνσταντινούπολη για την ανακατάληψη της
Κρήτης ήταν απερίγραπτος. Γίνεται θριαμβευτική υποδοχή του ένδοξου
στρατηγού Νικηφόρου Φωκά, που αργότερα ανακηρύσσεται Αυτοκράτορας,
επαληθεύοντας το λαϊκό χρησμό των Βυζαντινών, ότι ο πορθητής της Κρήτης
θα γίνει Αυτοκράτορας.
Τελείται δοξολογία στην Αγία Σοφία παρουσία των Αυτοκρατόρων Ρωμανού
και Θεοφανούς και φέρει στα πόδια του Αυτοκράτορα τον αιχμαλωτισθέντα
Εμίρη της Κρήτης,το γιο του και τους άλλους επίσημους αιχμαλώτους,
άμαξες με πλούτη και μυθώδεις θησαυρούς από τις πειρατείες των Αράβων,
που βρήκαν στον Χάνδακα.
Ως ένδειξη ευγνωμοσύνης ο Νικηφόρος Φωκάς, όταν έγινε Αυτοκράτορας,
απ’ αυτά τα πλούτη χορηγεί στον Άγιο Αθανάσιο τον Αθωνίτη, μεγάλα ποσά,
για την ανοικοδόμηση της Μονής της Μεγίστης Λαύρας του Αγίου Όρους, όπου
μέχρι σήμερα διασώζεται η επίσημη αυτοκρατορική στολή του με τη μίτρα,
που χάρισε στη Μονή και είναι πανομοιότυπη με την επίσημη λειτουργική
στολή του Πατριάρχη και των Μητροπολιτών.
Ο Αθανάσιος ο Αθωνίτης, όταν επισκέφθηκε στη Βασιλεύουσα τον νέο
αυτοκράτορα και πνευματικό του φίλο τον συμβούλευσε να ζει «λιτῶς καί ἐν
ταπεινώσει», να μετανοεί και να εξομολογείται καθημερινώς για όλες τις
αμαρτίες του καθώς και για το γεγονός ότι δεν υλοποίησε την υπόσχεσή του
να γίνει μοναχός.
Επίσης του υπέδειξε να είναι επιεικής προς τους πολίτες και να κάνει ελεημοσύνες.
Στο Τυπικό της Μεγίστης Λαύρας, το οποίο εγράφη μεταξύ του 970 και
του 975 ο Αθανάσιος αναφέρεται τιμητικά και στον αοίδιμο πλέον Νικηφόρο,
που είχε δολοφονηθεί.
Τον χαρακτηρίζει ζηλωτή του μοναχικού βίου, «μέγαν ἐν
βασιλεῦσι καί πολύν τήν ἀνδρείαν καί τήν ἀρετήν», τον οποίον ο
αριστοτέχνης Θεός τον αξίωσε «ὡς γέρας ( βραβείον) ἄξιον» να εκπορθήσει
τις βαρβαρικές πόλεις.
Όμως δεν κατόρθωσε να εκπληρώσει την φιλόθεο πρόθεσή του να
γίνει μοναχός, διότι κατέλαβε «τά τῆς βασιλείας τῶν Ρωμαίων σκῆπτρα».
Τον επαινεί επίσης, διότι έζησε μέσα στον κόσμο ως μοναχός με
μακρές νηστείες και κοιμώμενος κάτω στο σκληρό πάτωμα, γεγονός που
βεβαιώνουν και οι βιογράφοι του αυτοκράτορα Νικηφόρου.
Ο Άγιος Αθανάσιος τιμά τον Νικηφόρο γράφοντας ότι ξεπέρασε τους
μοναχούς των ορέων με τις αγρυπνίες του, τις συνεχείς γονυκλισίες και με
τη σωφροσύνη του.
Είναι πράγματι εντυπωσιακό ότι η Ορθόδοξη πνευματικότητα είχε τόσο
βαθιά επηρεάσει πολλούς Βυζαντινούς αυτοκράτορες ώστε άλλοι εξ αυτών
τελείωναν τη ζωή τους ως μοναχοί και άλλοι, όπως ο Νικηφόρος Φωκάς,
ζώντας με νηστεία, άσκηση και προσευχή.
Ο Νικηφόρος Φωκάς είναι ένας από τους 10 Αγίους Βυζαντινούς
Αυτοκράτορες από σύνολο Αυτοκρατόρων 92 και τιμάται την 11η Δεκεμβρίου.
Αξίζει να αφιερωθούν πολλές Εκκλησίες στο όνομά του στην Κρήτη, που τόσο
ευεργέτησε και ειδικά στα χωριά Αρμένοι, τα οποία προέρχονται απ’
αυτόν.
πηγή: www.romfea.gr
Το είδαμε ΕΔΩ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου