Παρασκευή 4 Μαΐου 2018

Θαυμαστὲς ἐμπειρίες κατὰ τὴ Θεία Λειτουργία τοῦ ὁσίου γέροντος Ἰακώβου Τσαλίκη

(Ἰάκωβος Τσαλίκης, Στυλιανοῦ Παπαδοπούλου,Ἀθήνα 1994, σέλ. 90-93)
Ὅταν ἕνας μοναχὸς τὸν πίεσε πολύ, νὰ τοῦ πεῖ γιὰ τὶς ἐμπειρίες αὐτές, πέρα ἀπὸ τὰ μισόλογα καὶ τὰ ὑπονοούμενα, ποὺ κάποτε-κάποτε ἄφηνε, τοῦ εἶπε μὲ ταπεινὴ ἀγαλλίαση:
- Ἀπόψε, παιδί μου, βρισκόμουνα καὶ συλλειτουργοῦσα μὲ ἁγίους καὶ ἀγγέλους! Σὲ θυσιαστήρια ποὺ δὲν περιγράφονται.
Καὶ τὸ πρόσωπό του γινότανε φῶς. Ὁ μοναχὸς μὲ ἀφέλεια ρώτησε «πῶς γίνεται αὐτό»; Καὶ ὁ μακαριστὸς γέροντας:
- Πάτερ μου, μὴ ρωτᾶς, αὐτὰ εἶναι πνευματικὰ θέματα.
Ἐπέμενε ὅμως ὁ μοναχὸς καὶ ὁ γέροντας ὑποχώρησε μ’ ἕναν ὄρο,
- Πάτερ μου, νὰ μὴν εἰπεῖς τίποτα. Ὅταν πεθάνω καμμιὰ φορᾶ, θὰ πεῖς ὅτι «κάποιος γέροντάς μου εἶπε: ὅτι λειτουργοῦσε τὶς νύχτες, ὅτι συζοῦσε καὶ συλλειτουργοῦσε μὲ τὴν Ἁγία Τριάδα καθημερινῶς». (Αἴσθηση δήλ. θείας παρουσίας).
- Εἶδες, πάτερ μου, τί εὐτυχία ἔχουμε ἐμεῖς οἱ μοναχοὶ καὶ ἰδιαιτέρως οἱ κληρικοί;

Μ’ αὐτὰ καταλαβαίνει κανείς, γιατί δὲ φοβότανε τὸ θάνατο. Ἀντίθετα, τὸν περίμενε κάθε μέρα, κάθε ὥρα καὶ κάθε στιγμή. Παραξενεύονταν μερικοί, ποὺ τὸν ἄκουγαν πολὺ συχνὰ νὰ ψέλνει τὴ νεκρώσιμη Ἀκολουθία σὲ ὧρες ποὺ ἔκανε διάφορες δουλειές. Συνήθιζε μάλιστα καὶ κάτι ἄλλο, γιὰ νὰ ἐξοικειωθεῖ μὲ τὸ θάνατο. Ξάπλωνε καταγῆς, σταύρωνε τὰ χέρια καὶ ἄρχιζε...τὴ νεκρώσιμη Ἀκολουθία. Καμμιὰ φορᾶ, θέλοντας νὰ οἰκοδομήσει, ἔλεγε σὲ κάποιον:
- Ἔλα νὰ σοὺ πῶ ἕνα τραγουδάκι!
κι ἔψελνε τροπάρια τῆς νεκρώσιμης Ἀκολουθίας.

Συγκλονιστικὲς καὶ οἱ ἐμπειρίες του στὸ ναό, στὴ διάρκεια τῆς θείας Λειτουργίας. Ἄρρητα κι ἐξαίσια ὅσα ἔβλεπε καὶ ζοῦσε. Ἔκανε Προσκομιδὴ καὶ συχνὰ ἔβλεπε τὴν πνευματικὴ κατάσταση τῶν κεκοιμημένων ποὺ μνημόνευε. Ἀπὸ τὴ μισάνοιχτη μικρὴ θύρα τοῦ Ἱεροῦ, τὸν εἴδανε μπροστὰ στὴν Προσκομιδὴ νὰ στέκει ψηλά, νὰ μὴν πατάει στὸ δάπεδο. Λησμόνησε ἐκείνη τὴ φορὰ νὰ μνημονεύσει τὴ μητέρα του καὶ τοῦ ἐμφανίστηκε μὲ παράπονο:
- Ἰακωβάκι μου, σ’ ὅλους ἔδωσες τὰ δῶρα σου, ἐμένα σήμερα δὲ μοῦ ἔδωσες!

Διηγότανε ὅτι τὸ ἴδιο τὸ συνέβη μὲ τὸν Κύπρου Μακάριο. Τελειώνοντας τὴν Προσκομιδὴ καὶ στρεφόμενος νὰ πάει στὴν ἁγία Τράπεζα, τὸν βλέπει νὰ στέκει δεξιά του, μὲ τὶς χοῦφτες τὴ μία μέσα στὴν ἄλλη, ὅπως ὅταν κοινωνεῖ ὁ ἱερέας τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου. Στὴ μνημόνευση καὶ στὴν προσευχὴ γιὰ τοὺς «τεθνεῶτες» ἤτανε σχολαστικός. Μνημόνευε πάρα πολλούς. Καὶ τὸ μοναχὸ Ἄνθιμο, ποὺ τόσο τὸν ταλαιπώρησε. Κάποτε μάλιστα, παρακάλεσε τὸ Θεὸ νὰ τοῦ δείξει ποὺ πῆγε μετὰ τὸ θάνατό του ὁ Ἄνθιμος. Τὸν εἶδε μία νύχτα σὲ ἄθλιο σκοτεινὸ ὑπόγειο καὶ πολὺν θλιμμένον. Τὸν χαιρέτισε καὶ ὁ Ἄνθιμος τοῦ εἶπε:
- Ἐδῶ εἶμαι… ὅταν μὲ μνημονεύεις περνάει μία ἡλιαχτίδα καὶ κάτι βλέπω.

Ὅλα γινότανε μὲ τρόπο ἁπλὸ καὶ ἐναργῆ. Τὴν ὥρα τοῦ Χερουβικοῦ, πολλὲς φορὲς δὲ βρισκότανε στὸ Ἱερὸ μόνος του ὁ μακαριστὸς λειτουργός. Ἄγγελοι, παρόντες, δοξολογούσανε τὸ Θεό, χαροποιούσανε τὴν ἀτμόσφαιρα, συνεργούσανε μὲ τὸ λειτουργό, τὰ φτερὰ τους ἀγγίζανε τὸ λειτουργό, ἔβλεπε τὴ νεανικὴ μορφή τους… Βγαίνει, κάνει τὴ Μεγάλη Εἴσοδο. Μία παριστάμενη μοναχὴ τὸν βλέπει νὰ κινεῖται στὸν ἀέρα, νὰ εἰσέρχεται στὸ Ἱερὸ χωρὶς νὰ πατάει τὸ δάπεδο. Θαύμασε κι ἔκανε τὸ Σταυρό της, τὰ εἶχε χαμένα, πρώτη φορὰ ἔβλεπε θαῦμα. Ὅταν τελείωσε ἡ Λειτουργία καὶ πῆγε ἡ μοναχὴ νὰ πάρει τὴν εὐχή του νὰ φύγει, τῆς λέει ἀφελῶς:
- Σήμερα ἡ Λειτουργία ἤτανε ἀλλιῶς.

Ἐκείνη πῆρε θάρρος καὶ ἄνοιξε τὸ στόμα της νὰ περιγράψει πῶς τὸν εἶδε στὴ Μεγάλη Εἴσοδο. Πρόλαβε ὅμως ὁ γέροντας καὶ τῆς εἶπε νὰ σιωπήσει, νὰ μὴν εἰπεῖ πουθενὰ τίποτα.

Ἐξηγοῦσε ἀργότερα τὰ διακονικὰ καθήκοντα. Γιὰ νὰ κάνει προσεκτικὸ τὸ διάκονο, τοῦ μίλησε γιὰ τὶς ἐμπειρίες καὶ τὶς ὀπτασίες του μὲ βαθιὰ κατάνυξη:
- Ἄχ, πάτερ μου, νὰ βλέπατε τί γίνεται τὴν ὥρα τοῦ Χερουβικοῦ, ποὺ ὁ ἱερέας διαβάζει τὴν Εὐχή, θὰ φεύγατε ὅλοι… Ἀοράτως ἀνεβοκατεβαίνουν ἄγγελοι καὶ πολλὲς φορὲς αἰσθάνομαι τὶς φτεροῦγες τους νὰ χτυποῦν στοὺς ὤμους μου!

Τὴν ὥρα τῆς Λειτουργίας, τοῦ Χερουβικοῦ καὶ μάλιστα τῆς Ἀναφορᾶς, ἔλαμπε καὶ ἀκτινοβολοῦσε καθαρότητα, μακαριότητα καὶ μεγαλοπρέπεια. Ναί, αὐτὸς ὁ ἐξουθενωμένος ἱερομόναχος, ποὺ ἀπὸ τὸ 1960 κι ἔπειτα ζοῦσε καὶ ἐργαζότανε πάντα μὲ κάποια δύσκολη ἀρρώστια, αὐτός, ἔκανε κινήσεις μεγαλόπρεπες, ἀλλὰ ὄχι προκλητικές. Εἶχε τελετουργικότητα βασιλική. Καὶ ὁ καθένας ἐνίωθε ὅτι ἡ μεγαλοπρέπεια τούτη βγαίνει ἀπὸ τὸν ἀπέραντο σεβασμό, ποὺ εἶχε στὸ μυστήριο τῆς Εὐχαριστίας. Ἀκόμη περισσότερο: τοῦ ἐπιβαλλότανε φυσικὰ ἀπὸ τὴν παρουσία «ἐπισήμων» ἀγγέλων καὶ ἀρχαγγέλων καὶ Ἁγίων στὸ ἱερό. Εἶχε πεῖ ὅτι στὴν Ἁγία Τράπεζα εἶναι πολλὲς φορές:
- Ἄγγελοι καὶ ἀρχάγγελοι, παιδί μου, κρατοῦν τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου!
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου