ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΟΥ ΑΓΙΑΣΜΑΤΟΣ
Ιδού πώς περιγράφει το πέρασμά του από το Ευλογημένο αυτό σημείο ο Αλ. Μωραϊτίδης (μετέπειτα μοναχός Ανδρόνικος):
«Αναχωρήσαντες από της Λαύρας
λίαν πρωί, διαμέσου δροσερωτάτων δασών, μετά δίωρον πορείαν ημιονικήν,
εφθάσαμεν εις το περιβόητον Αγίασμα του Αγίου Αθανασίου.
Εξεπεζεύσαμεν. Μία σκιάς πλινθόκτιστος και απλουστάτη. Εισήλθομεν. Αυλίτσα μικρά με ταπεινά καθίσματα. Εκαθήσαμεν.
Εμπρός μας βούζει ο ρους του αγιάσματος, βοήν πολλή ευχάριστον ως
αύραν ισχυράν, ως ψαλμωδίαν. Ιδού ένα μικρόν ποταμάκι αναβρύει από το
πετρώδες έδαφος και χύνεται εις μιαν ευρύχωρον λιθίνην λεκάνην και
φεύγει προς τα κάτω του βράχου, με πάντερπνα κελαρύσματα, κελαρύσματα
όπου προσβάλλουν τας ακοάς ως φλοίσβος ακτής, ως ψιθυρίσματα μικρών
πουλιών μέσα εις τας φωλέας των. Κατέναντί μας και άνωθεν ακριβώς
υπάρχει μεγάλη ωραία εικών, ζωγραφία καλή των Γιασαφαίων, παριστώσα την
δια θαύματος γενομένην ανάβλυσιν του αγιάσματος. Η ιστορία του είναι
διαδεδομένη πανταχού του Αγίου Όρους…………..
Εδώ υπάρχει από παλαιούς χρόνους μια τράπεζα ξυλίνη με ερμάριον, οι
δε διερχόμενοι εντεύθεν διαβάται και προσκυνηταί, αφού νιφθώσι με το
δροσερώτατον αγίασμα και πίουν εξ αυτού και ξεκουρασθούν από την
οδοιπορίαν, κάθηνται παρά την τράπεζαν και γευματίζουν με τας τροφάς
όπου έχουν μαζί των. Και ό,τι τους περισσεύει, ψωμίον ή προσφάγιον, το
αφήνουν εκεί εις το ερμάριον, δια να ευρίσκουν οι πτωχοί όπου
συχνοδιαβαίνουν από εκεί και πραύνουν την πείναν των. Ωραία τωόντι
συνήθεια. Πατριαρχική και ευαγγελικωτάτη, τιμώσα το Άγιον Όρος και την
Ορθοδοξίαν μας.
Τόσον γλυκός ήτο ο ήχος του ρέοντος αγιάσματος, τόση ήτο η δροσιά
της όλης αυτής καταγωγής, και τόσην κατάνυξιν παρείχε το όλον του
ερημικού αυτού περιπτέρου, ώστε εκάθισα εκεί αναψυχόμενος………………..»
-------------------------------------------------------------------------
Ο σκανδαλισμός του υποτακτικού του Οσίου Αθανασίου του Αθωνίτη
Ο Όσιος Αθανάσιος ο Αθωνίτης ήταν άνδρας υψηλός, μεγαλόσωμος
και ρωμαλέος, τόσο ώστε έσερνε μεγάλους κορμούς δένδρων, δεμένους με ένα
σχοινί, όταν εκτίζετο η ιερά και
πανσεβάσμιος Μονή της Μεγίστης Λαύρας από τον ίδιον ως ηγούμενο και τους άλλους
αδελφούς.
Στην Τράπεζα του μοναστηριού, ο όσιος παρετήρησε ότι ένας από
τους αδελφούς τον περιεργαζόταν επιτιμητικά, επειδή, ενώ οι λοιποί μοναχοί
έτρωγαν ένα πιάτο φαγητό, εκείνος κατανάλωνε δυο πιάτα.
Κάποιαν ημέρα, ο Όσιος κάλεσε τον συγκεκριμένο μοναχό να
συγκαθίσει μαζί του και ζήτησε από τον τραπεζοκόμο να τους φέρει από ένα πιάτο
του φαγητού της ημέρας. Στη συνέχεια, παρήγγειλε και δεύτερο πιάτο, καθώς και
τρίτο και τέταρτο. Κι ενώ ο Όσιος κατανάλωνε το ένα μετά το άλλο τα πιάτα,
φθάνοντας ως τα επτά, ο μοναχός δεν τελείωσε ούτε καν το τέταρτο. «Βλέπεις,
αδελφέ», του είπε τότε ο ηγούμενος, «τρώγοντας δυο πιάτα εγώ εγκρατεύομαι.
Γιατί θα μπορούσα να φθάσω ως τα δώδεκα και να μη σταματήσω στα επτά. Ενώ εσύ
δε δυνήθηκες ούτε καν το τέταρτο να τελειώσεις».
Το βρήκα στο βιβλίο ΜΑΓΕΙΡΙΚΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ
του Μοναχού Επιφάνιου Μυλοποταμινού
του Μοναχού Επιφάνιου Μυλοποταμινού
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου