Πέμπτη 5 Σεπτεμβρίου 2019

Ηρώ Κωνσταντοπούλου – Δρόμος προς τη θυσία (5 Σεπτεμβρίου 1944)


Η Ηρώ Κωνσταντοπούλου («Ηλέκτρα»)
.
Του Στέφανου Μίλεση

Κάθε χρόνο, στις 5 Σεπτεμβρίου, η «Φωνή των Πειραιωτών» υπό την Αιγίδα του Δήμου Πειραιά, τελεί επιμνημόσυνη δέηση μπροστά στον ανδριάντα της Ηρούς Κωνσταντοπούλου στην Τερψιθέα καθώς 5 Σεπτεμβρίου ήταν η ημέρα που εκτελέστηκε, θυσία στην ελευθερία.
Καθώς λοιπόν η πόλη μας φιλοξενεί άγαλμα της ηρωικής αυτής αγωνίστριας, θεωρώ υποχρέωση να γράψω ένα μικρό ιστορικό για την Ηρώ Κωνσταντοπούλου. Ποια ήταν αλλά κυρίως πώς πέθανε.

Όταν μπήκαν οι Γερμανοί, η Ηρώ Κωνσταντοπούλου ήταν μόλις 14 ετών. Κι όταν έπειτα άρχιζε να ζώνει η πείνα και οι στερήσεις της κατοχής, η μικρή Ηρώ κάλεσε τους συμμαθητές της στο σπίτι της. Τους άνοιξε την αποθήκη τους σπιτιού της και τους υπέδειξε να μπουν μέσα για να χορτάσουν τη πείνα τους. Αργότερα όταν οργανώθηκε στην ΕΠΟΝ έγραφε στο Κουκάκι συνθήματα στους τοίχους, μαζί με άλλα παιδιά της ηλικίας της.
Η μητέρα της μόλις κατάλαβε ότι η μοναχοκόρη της είχε οργανωθεί σε αποστολές της ΕΠΟΝ της έκανε συστάσεις να φυλάγεται, γεμάτη ανησυχία όπως θα ήταν κάθε γονιός για το παιδί του. Τότε η Ηρώ της απάντησε «Ντροπή Μαμά να το λες αυτό, μια Σπαρτιάτισσα!». Παράλληλα συνέχιζε να γυμνασιακά της μαθήματα με ιδιαίτερη μάλιστα έφεση στις ξένες γλώσσες. Ήταν στο γυμνάσιο και μιλούσε ήδη άριστα εκτός από τα Αγγλικά, Γαλλικά, Γερμανικά και Ιταλικά.
Λόγω αυτής της ιταλομάθειάς της ανέλαβε και την πρώτη της αποστολή που ήταν σχετική. Πλησίασε έναν Ιταλό δήθεν για να πάνε μαζί βόλτα. Λίγα μέτρα πιο κάτω όμως, δύο τρεις άνδρες, συναγωνιστές της Ηρούς, έπεσαν πάνω του προσβεβλημένοι. Κι αυτό διότι έκαναν πως ήταν τα αδέλφια της, που αυστηρών αρχών, ζητούσαν λόγο από τον Ιταλό. Και πάνω στα σπρωξίματα και στις κουβέντες «Ρε την αδελφή μας….», του πήραν τα όπλα που είχε πάνω του. Με αυτό τον τρόπο απέφευγαν για λίγο τα αντίποινα των κατακτητών, καθώς οι βιαιοπραγίες μεταβάλλονταν από αντιστασιακού σε οικογενειακού-εθιμικού χαρακτήρα.
Μια άλλη αποστολή της ήταν να φυλάει τσίλιες. Με στέκι τον παλιό θερινό κινηματογράφο «Πανελλήνιο», οι ομάδες της ΕΠΟΝ εφορμούσαν και γέμιζαν το Κουκάκι με συνθήματα στους τοίχους κατά των κατακτητών. Ο ρόλος του τσιλιαδόρου ήταν η πιο δύσκολη αποστολή σε μια ομάδα, καθώς με το σύνθημα του η ομάδα σκόρπιζε. Ο τσιλιαδόρος όμως γινόταν άμεσα αντιληπτός και συνήθως συλλαμβανόταν. Και σύλληψη σήμαινε εκτέλεση. Όσοι τσιλιαδόροι δεν συλλαμβάνονταν, θεωρούνταν «καμένοι» δηλαδή γνωστοί στις Γερμανικές περιπόλους αλλά και στους Ταγματασφαλίτες. Με έναν «καμένο» τσιλιαδόρο η αποστολή γινόταν ακόμη πιο επικίνδυνη και το «συνεργείο» πολλές φορές αρνιόταν να βγει, όταν συνέβαινε αυτό.
Όμως όταν φιλούσε τσίλιες η Ηρώ, κανείς δεν φοβόταν, καθώς όλοι στην ομάδα γνώριζαν πως θα τους προστάτευε με την ίδια της τη ζωή. Γιατί η Ηρώ φιλούσε τσίλιες κρατώντας στα χέρια της μια ιταλική χειροβομβίδα. Τόσο μεγάλη ήταν η αποφασιστικότητά της να διαφυλάξει την ομάδα της. Κάποτε σε μια εφόρμηση στην οδό Δημητρακοπούλου, οι Γερμανοί κύκλωσαν την ομάδα. Τότε η Ηρώ έριξε την χειροβομβίδα και έσωσε τους συντρόφους της.
Η Ηρώ όπως και τα υπόλοιπα μέλη των ομάδων είχαν ψευδώνυμα ώστε να μην αποκαλύπτονται. Πολλές φορές τα μέλη της ίδιας ομάδας δεν γνώριζαν καν το πραγματικό όνομα του συντρόφου τους παρά μόνο το ψευδώνυμό του. Έτσι και η Ηρώ είχε το όνομα Ηλέκτρα.

«Χτυπάτε λοιπόν κακούργοι» ήταν τα τελευταία λόγια που φώναξε

Να αναφερθεί πως η Ηρώ δεν συνελήφθη από τους Γερμανούς, αλλά από Έλληνες προδότες και συνεργάτες. Αυτό συνέβη στις 16 Ιουλίου 1944 μέσα στο σπίτι της στην οδό Βεΐκου 57. Έλληνες ήταν που την παρακολούθησαν και αφού βεβαιώθηκαν ότι ήταν μόνη της, έσπασαν την πόρτα του σπιτιού της και αφού την ξυλοκόπησαν την πήραν μαζί τους απειλώντας με όπλο τη μητέρα της Ελένη. Η Ηρώ εκείνη ακριβώς την ημέρα είχε τα γενέθλιά της. Ήταν γεννημένη στις 16 Ιουλίου του 1927.  Γινόταν 17 ετών.
Την οδήγησαν σε ένα σπίτι στην οδό Παπαρρηγοπούλου που οι Έλληνες συνεργάτες των Γερμανών είχαν μετατρέψει σε δικό τους αρχηγείο. Εκεί έδρευε η γερμανόφιλη ομάδα του Αγήνορα που μαζί με άλλα έξι άτομα, ήταν ενδεδυμένοι με γερμανικές στολές αν και ήταν όλοι τους Έλληνες.  Οι γονείς της Ηρούς που ήταν σχετικά εύποροι, έκαναν τα πάντα για να την πάρουν από τα χέρια τους, πριν αυτά τα κτήνη την παραδώσουν στους Γερμανούς. Έμαθαν πως επρόκειτο για άτομα από την ομάδα του Αγήνορα.
Πήγαν τον βρήκαν με χίλια παρακάλια και αφού κατέβαλλαν 25 λίρες (μεγάλο ποσό για την εποχή) κατάφεραν να πάρουν τη μικρή Ηρώ πίσω, καταματωμένη από τα βασανιστήρια. Οι «συνεργάτες» όμως, όπως ο Αγήνορας, εφάρμοζαν πάντα την ίδια τακτική. Αφού έκαναν πως ελευθέρωναν τους κρατουμένους, λαμβάνοντας χρήματα, στη συνέχεια τους «έδιναν» στους Γερμανούς.
Δυστυχώς αυτή η τακτική ακολουθήθηκε και με την Ηρώ. Στις 31 Ιουλίου 1944 τη συλλαμβάνουν Γερμανοί, καθ’  υπόδειξη του Αγήνορα. Τούτη τη φορά η Ηρώ είχε επιστρέψει στο σπίτι της έχοντας δώσει με επιτυχία τις απολυτήριες εξετάσεις του Γυμνασίου.  Καθόταν μαζί με τους γονείς της και μιλούσαν ως αργά τη νύχτα για το μέλλον της. Πού να φανταστούν οι δύστυχοι γονείς, ότι ήταν η τελευταία νύχτα που περνούσαν όλοι μαζί. Στις δύο μετά τα μεσάνυχτα οι Γερμανοί κυκλώνουν το σπίτι και απειλούν να εισβάλλουν. Ο πατέρας της Ηρούς κατέβηκε και τους άνοιξε πιστεύοντας ότι θα μπορούσε να συνδιαλλαγή μαζί τους. Εκείνοι εισβάλλουν στο δωμάτιο και την αρπάζουν. Την οδηγούν στα κρατητήρια της οδού Μέρλιν, όπου τη βασανίζουν απάνθρωπα για τέσσερα ολάκερα μερόνυχτα. Ταυτόχρονα της υπόσχονται πολλά για να πετύχουν τη συνεργασία της.
Η Ηρώ όχι μόνο αρνείται πεισματικά κάθε συνεργασία, αλλά καταφέρνει να χτυπήσει στο πρόσωπο και τον Έλληνα διερμηνέα και συνεργάτη των Γερμανών. Άλλες φορές κατά τις ανακρίσεις η Ηρώ τους μιλάει στη γλώσσα τους, απαξιώνοντας τη φτηνή ιδεολογία τους. Οδηγείται στο Χαϊδάρι για παρατεταμένη κράτηση και τελικώς καταλήγει στο θάλαμο των μελλοθανάτων. Σε εκείνο το θάλαμο κάθε άνθρωπος ζει τις πιο βασανιστικές, τις πιο απάνθρωπες στιγμές της ζωής του καθώς περιμένει το ξημέρωμα, το τελευταίο φως της ζωής του. Η Ηρώ ακόμη και εκεί συνεχίζει να δείχνει θάρρος μοναδικό. Την επομένη όλοι οδηγούνται στον τόπο του μαρτυρίου και της δόξας, στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής. Είναι η Ηρώ και άλλα 49 άτομα, τα πιο πολλά νέοι και παιδιά, ίδιας ηλικίας με την Ηρώ.
Ξημερώνει 5 Σεπτεμβρίου του 1944. Τους εκτελούν ανά πεντάδες. Οι υπόλοιποι πιο πίσω αναμένουν βλέποντας τη σφαγή. Η Ηρώ επιλέγεται, όχι τυχαία, να είναι στην πρώτη πεντάδα. Παρά τα όσα ακούγονται ή έχουν γραφεί, οι τελευταίες λέξεις της ήταν «Χτυπάτε λοιπόν κακούργοι» κάνοντας τη κίνηση με τα δύο χέρια, όμοια με εκείνη που κάποιος κάνει όταν θέλει να σχίσει το πάνω μέρος του πουκαμίσου του και να ελευθερώσει το στήθος του.
Η εκτέλεση γίνεται δια πολυβόλου που όταν πατάς τη σκανδάλη ρίχνει διαρκώς και ακατάπαυστα. Δεκαεπτά σφαίρες τη γαζώνουν στην κυριολεξία. Δεκαεπτά σφαίρες για έναν Άγγελο. Όσες και η ηλικία της. Η μοίρα παίζει πραγματικά παράδοξα παιχνίδια. Στις 5 Σεπτεμβρίου του 1944, ημέρα της εκτέλεσής της, όλοι οι δρόμοι στο Κουκάκι και στου Μακρυγιάννη πλημμύρισαν από συνθήματα που έφεραν την υπογραφή «Ηλέκτρα» δηλαδή το Επονίτικο όνομα της Ηρούς.

Η Ηρώ ήταν μόλις 17 ετών. Γι’ αυτό και ο γλύπτης Νικόλας που φιλοτέχνησε το άγαλμά της (βρίσκεται στο Πάρκο Τερψιθέας Πειραιά) τοποθέτησε στα πόδια της μια κούκλα, για να δείξει πως ήταν ένα μικρό κορίτσι που σε άλλες περιστάσεις θα έπαιζε ακόμη με τα παιχνίδια της.

Η Ηρώ ήταν μόλις 17 ετών. Θα μπορούσε να συνεχίζει να ζει, αν ήθελε να ζει, δήθεν αμέριμνη, στις εφηβικές της ανησυχίες, χωρίς προβλήματα, χωρίς σκοτούρες, σκεπτόμενη μόνο το δικό της μέλλον. Η ίδια όμως επέλεξε  να ζήσει για πάντα. Η Ηρώ ήταν μόνο μια από τις εκατοντάδες γυναίκες που έδωσαν τη ζωή τους για την πατρίδα. Θα αναφέρουμε μερικές ακόμη όπως η Ηλέκτρα Αποστόλου, η Παναγιώτα Σταθοπούλου, η Άννα Παπαδοπούλου, η Διαμαντώ Κουμπάκη που έπεσε πολεμώντας στο μπλόκο της Κοκκινιάς. Υπάρχει ακόμη η Ειρήνη Γκίνη, η Κούλα Ελευθεριάδου, η Όλγα Μαλαχία, η Λέλα Καραγιάννη και πολλές άλλες.
Στις 29 Δεκεμβρίου του 1977 η Ακαδημία Αθηνών, παρουσία του τότε Προέδρου της Δημοκρατίας Κωνσταντίνου Τσάτσου, απένειμε μεταθανάτιο βραβείο της Αρετής και Αυτοθυσίας, στην Ηρώ Κωνσταντοπούλου καθώς «αντιμετώπισε με σθένος και γενναία τους βασανιστές της, τόσο κατά το διάστημα της φυλακίσεώς της, όσο και προ του εκτελεστικού αποσπάσματος».
Δύο μόλις χρόνια πριν στον Πειραιά, το 1975, τιμώμενο πρόσωπο υπήρξε η μητέρα της Ηρούς η Ελένη Κωνσταντοπούλου. Είχε κληθεί να παραστεί σε ειδική τελετή στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων, κατά την διάρκεια εορτής του προστάτη των ναυτικών του Αγίου Νικολάου. Τότε ήταν που η Ελένη Κωνσταντοπούλου, επέδωσε στον Αντιναύαρχο του Πολεμικού Ναυτικού Αντιναύαρχο Εγκολφόπουλο επιταγή 30.000 δραχμών για την ενίσχυση του Πολεμικού Ναυτικού στη μνήμη της κόρης της. Το ποσό αυτό προερχόταν από τη πώληση του βιβλίου «Ηρώ Κωνσταντοπούλου – Δρόμος προς τη θυσία».

Πηγή:
Το είδαμε στο ΑΒΕΡΩΦ

Σχετικές αναρτήσεις:

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου