Τρίτη 29 Οκτωβρίου 2019

Απάντηση στον Μητροπολίτη Γόρτυνος.

Λυκούργος Νάνης, ιατρός
 
Σεβασμιώτατε, άγιε Γόρτυνος, ευλογείτε!
Κατ αρχήν σας ευχαριστώ, διότι σπεύσατε να απαντήσετε στα υπ εμού τεθέντα ερωτήματα.
 
Είναι γεγονός, ότι η πλειοψηφία των επισκόπων, απόψεις, θέσεις, πράξεις και παραλείψεις των οποίων, καθίστανται αντικείμενα δημόσιας κριτικής από της πλευράς λαϊκών μελών της Εκκλησίας, δεν μας έχει συνηθίσει σε παρόμοιες πρακτικές. Και επειδή δεν θα πρέπει να περιοριζόμαστε μονάχα στην αρνητική κριτική των ποιμένων αλλά και να εξαίρουμε ορθές πρακτικές από μέρους τους, οφείλουμε να υπομνήσουμε ότι, σχετικώς προσφάτως, και ο μητροπολίτης Λαρίσης Ιερώνυμος, απάντησε σε δημόσια κριτική αγωνιστού και ομολογητού επιστολογράφου, για το θέμα της σχέσεώς του με το Ρόταρυ και τους Ροταριανούς (δεν εξετάζουμε ενταύθα εάν η εν λόγω απάντηση ανέπαυσε το λαό του Θεού). 
 
Θεωρώ πως η εν λόγω επισκοπική πρακτική, αποτελεί εκδήλωση ευαισθησίας από την πλευρά των προαναφερθέντων επισκόπων, απέναντι στην έμπονη κραυγή αγωνίας του ποιμνίου τους.
 
Επί των τεσσάρων  σημείων της προς εμέ απαντήσεώς σας, θα ήθελα να καταθέσω τις ακόλουθες σκέψεις και παρατηρήσεις μου: 
 
1)Γράφετε ότι «
 «Ἀπό τόν ἴδιο τόν Πατριάρχη ἄκουσα, τέσσερις ἤ πέντε φορές ὅτι οἱ λαβόντες τήν αὐτοκεφαλία ἀπεκόπησαν ἀπό τό σχίσμα καί ἀνήκουν πλέον στήν ἁγίαν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν’.
 
Το γεγονός ότι ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ισχυρίζεται κάτι τέτοιο, δεν έπεται, κατ ανάγκη, ότι αυτό και ισχύει. Άλλωστε η υποτιθέμενη «μετάνοια» των σχισματικών, που αποτελεί αναγκαία και ικανή συνθήκη προκειμένου να «αποκοπούν από το σχίσμα», θα έπρεπε να εκδηλωθή με την αίτηση συγγνώμης προς την κανονική Εκκλησία, από την οποία και απεκόπησαν και η οποία τους αναθεμάτισε και τους καθήρεσε, τουτέστιν προς το Πατριαρχείο της Μόσχας. Πότε υποβλήθηκε αυτή στο εν λόγω Πατριαρχείο; Απεστάλησαν τα σχετικά έγγραφα; Πού δημοσιεύθηκε; Επελήφθη αυτή της υποθέσεως ως καθ ύλην αρμόδια και τους αποκατέστησε; Όχι!
 
Ο εμβριθής μελετητής του εν Ουκρανία εκκλησιαστικού προβλήματος, π Αναστάσιος Γκοτσόπουλος, αναφερόμενος στην «αποκατάσταση» των σχισματικών Ουκρανών, σημειώνει τα εξής βαρυσήμαντα: 
 
α) Δὲν ὑπῆρξε ἔκφραση μετάνοιας ἐκ μέρους τῶν σχισματικῶν, οὔτε κἄν ἔκφραση θλίψης ἢ συγγνώμης γιὰ τὸ ἐπὶ 25 χρόνια σχῖσμα ποὺ ταλαιπώρησε τὴν τοπικὴ Ἐκκλησία τῆς Οὐκρανίας καὶ σκανδάλισε τὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ.
 
β) Δὲν ὑπῆρξε καμία διάθεση ἐπιστροφῆς στὴν κανονικὴ Ἐκκλησία ἀπὸ τὴν ὁποία ἀποκόπηκαν, ἀλλὰ πλήρης περιφρόνησή της. Μάλιστα συνέβη τὸ ἀδιανόητο: ὁ νέος, τάχα καὶ «ἑνωτικός», «προκαθήμενος» Ἐπιφάνιος στὴν α΄ Θ. Λειτουργία μετὰ τὴν παραλαβὴ τοῦ «Τόμου» δέν  μνημόνευσε στὰ Δίπτυχα τὸν Πατριάρχη Μόσχας…
 
γ) Δὲν (ἀνα)χειροτονήθηκαν οἱ τῆς σχισματικῆς ὁμάδας τοῦ Μακαρίου (Μαλέτιτς), ὁ ὁποῖος ἕλκει τὴν χειροτονία του  ἀπὸ τούς «σαμοσφάτοι», τὴ «μερίδα τῶν αὐτοχειροτο-νηθέντων».
 
δ) Ὄχι μόνο, ὡς πρώην σχισματικοί, δὲν ὑποτάχθηκαν στοὺς κανονικοὺς ἐπισκόπους ἀλλὰ παραμένουν ὡς “παράλληλοι” ἐπίσκοποι μὲ τοὺς κανονικοὺς ἐπισκόπους στὴν ἴδια ἐπισκοπή. Μάλιστα, δὲν ἔχουμε μόνο παράλληλη ὕπαρξη δύο ἐπισκόπων κατὰ παράβαση τοῦ Α-8 ποὺ ἐπιτάσσει «ἳνα μὴ ἐν τῇ πόλει δύο ἐπίσκοποι ὦσιν», ἀλλὰ ἔχουμε καὶ τὴν δημιουργία παράλληλης Ἐκκλησίας καὶ παράλληλης Συνόδου…
 
Επομένως, κάθε άλλο παρά μπορούμε να αρκεσθούμε στη συγκεκριμένη δήλωση του κυρίου συντελεστή του εν Ουκρανία εκκλησιαστικού δράματος, πατριάρχου Βαρθολομαίου και πολύ περισσότερο να πεισθούμε περί της ορθότητός της.
 
2) Η, περί της κανονικότητος των αριστίνδην συνόδων, άποψη του μακαριστού, πανθομολογουμένως οσίας βιοτής αλλά και δεινού κανονολόγου, π.Επιφανίου Θεοδωρόπουλου, κέκτηται, φυσικά, ιδιαίτερη βαρύτητα. Σας εξομολογούμαι πως και μένα, με έχει προβληματίσει αρκετά και με προβληματίζει ακόμη. Συχνάκις, έχω ανατρέξει στη γνωμοδότησή του περί της κανονικότητος της εκλογής του μακαριστού, πολυκλαύστου  μητροπολίτου Θεσσαλιώτιδος και Φαναριοφερσάλων Κωνσταντίνου (Σακελλαρόπουλου), καταχωρημένη μεταξύ άλλων και στο υφ ημών μνημονευθέν μνημειώδες σύγγραμμα του μακαριστού π.Επφανίου με τίτλο «ΑΡΘΡΑ, ΜΕΛΕΤΑΙ, ΕΠΙΣΤΟΛΑΙ», στην οποία καταδεικνύει την κανονικότητά του, επί τη βάσει του υψίστου κριτηρίου της από κοινού πρσφοράς της Θείας Ευχαριστίας, από μέρους των επισκόπων.
 
Ωστόσο, δεν μπορώ να παραβλέψω και  καλό θα είναι να παρατεθή και η ομόφωνη άποψη των καθηγητών της Θεολογικής και Νομικής σχολής (Αλιβιζάτου, Μπρατσιώτη, Μπόνη,Καρμίρη, Βαμβέτσου, Κοτσώνη, Θεοφιλόπουλου, Ράμμου και άλλων μελών ειδικής επιτροπής που ορίσθηκε με απόφαση του τότε πρωθυπουργού) που διατυπώθηκε στις 7/12/1965, με βάση την οποία «ουδέν κανονικόν κώλυμα υφίσταται προς συγκρότησιν αριστίνδην συνόδου, καθόσον οι Ιεροί Κανόνες σιωπούν σχετικώς, η δε πράξις της Εκκλησίας παρουσιάζει Συνόδους, διαφερούσας κατά τόπους και χρόνους, ως προς την σύνθεσιν και τας αρμοδιότητας αυτών»(βλέπε βιβλίο μακαριστού μητροπολίτου Αττικής και Μεγαρίδος Νικοδήμου με τίτλο «ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ ΚΟΤΣΩΝΗΣ, Ο ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΩΝ ΟΡΑΜΑΤΙΣΜΩΝ», σελ.361).
 
Άλλωστε, κάλλιον εμού γνωρίζετε, σεβασμιώτατε, ότι και ο θεσμός της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου  (εκτός από αυτόν της αριστίνδην) ,τυγχάνει άγνωστος στους θείους και ιερούς κανόνες, (οι εν λόγω κανόνες γνωρίζουν μονάχα έκτακτες ή περιοδικές συνόδους, ήγουν αφ ενός τις Οικουμενικές και Τοπικές, αφ ετέρου δε και κυρίως,τις μητροπολιτικές ή επαρχιακές, κατ αναλογία δε και τις πατριαρχικές ή εξαρχικες ή της δοικήσεως,),θεσπίσθηκε, όμως, για το ευδιοίκητο αυτής, από αυτήν εξελέγοντο επί δεκαετίες, όλες, μετά την απελευθέρωση από τον τουρκικό ζυγό οι μητροπολίτες της Ελλαδικής Εκκλησίας, χωρίς να τεθή ποτέ θέμα κανονικότητός τους. Επίσης βρισκόταν σε χρήση το τριπρόσωπο, το οποίο επίσης δεν προβλέπεται από τους κανόνες.
 
Αναφορικώς, δε, προς τις αριστίνδην συνόδους, αξίζει να υπομνησθή, ότι εκτός από εκείνη του 1967, που συγκέντρωσε, δυστυχώς, και τα περισσότερα πυρά της κριτικής διαφόρων παραγόντων, κυρίως μετά το 1974, παρόμοιες σύνοδοι συνεκλήθησαν και τα έτη 1917 (η πρώτη αμιγώς αριστίνδην σύνοδος, γιατί προηγουμένως είχαμε και «ημιαριστίνδην»),1922, 1923, 1925, 1944, 1945, αλλά και το 1974 (και ας ονομάσθηκε «έκτακτη πολυμελής σύνοδος» από κάποιους…), αυτή που εξέλεξε αρχιεπίσκοπο το Σεραφείμ (Τίκα), φρουρούσης της Αστυνομίας το συνοδικό μέγαρο! και από την οποία αποκλείσθηκαν τα 2/3 του συνόλου των μητροπολιτών (βλέπε ΕΔΩ)!
 
Από αριστίνδην συνόδους εξελέγησαν οι αρχιεπίσκοποι Μελέτιος Μεταξάκης, Χρυσόστομος Παπαδόπουλος και Χρύσανθος Φιλιππίδης, χωρίς να αμφισβητηθή ουσιωδώς η κανονικότητά τους. 
 
Θα ενθυμείται, επίσης, ο άγιος Γόρτυνος την περίφημη, περί «προπατορικού αμαρτήματος», ρήση του μακαριστού μητροπολίτου Ελευθερουπόλεως Αμβροσίου, επί τη βάσει της οποίας  ουδείς εκ των ιεραρχών μας βρίσκεται καθαρός από του ρύπου της αντικανονικότητος, εφ όσον όλοι τους έλκουν αμέσως ή εμμέσως την εκλογή τους από ιεράρχες εκλεγέντες από αριστίνδην Συνόδους. Προφανώς αυτό οφείλεται, μεταξύ άλλων, και στο σύστημα της «νόμω κρατούσης Πολιτείας¨, το οποίο διέπει εν Ελλάδι τις σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας. Φρονώ, ότι αυτήν την αδήριτη πραγματικότητα, δεν επιτρέπεται να αγνοούμε, εν προκειμένω,ελαφρά τη καρδία!
 
Αναφορικά με την εκλογή του μακαριστού μητροπολίτου Φλωρίνης Αυγουστίνου θα παραθέσω ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα, από το απαντητικό προς τη Σύνοδο του 1974 έγγραφό του,σε προγενέστερο έγγραφο της εν λόγω συνόδου, με το οποίο εκείνη έθετε θέμα αντικανονικής εκλογής του:
 
«Η καλέσασα ημάς Εκκλησιαστική Αρχή, υπήρξεν η Ιερά Σύνοδος του 1967, Σύνοδος βεβαίως αριστίνδην. Αλλά το σύστημα τούτο της συνθέσεως Ιεράς Συνόδου δεν υπήρξε πρωτοφανές διά την Εκκλησίαν της Ελλάδος, εν τη οποία, λόγω του παρ ημίν επικρατούντος συστήματος σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας, Διαρκείς Ιεραί Σύνοδοι συγκροτούνται εκάστοτε διά νόμων της Πολιτείας. Της αριστίνδην Συνόδου του 1967, ως μαρτυρεί η νεωτέρα ιστορία της Εκκλησίας, από της συστάσεως του Ελληνικού Έθνους προηγήθησαν 10 περίπου Ιεραί Σύνοδοι, έχουσαι το σχήμα της αριστίνδην Συνόδου, αι οποίαι προέβησαν εις εκλογάς εκατοντάδος που  Επισκόπων, Μητροπολιτών και Αρχιεπισκόπων. Αλλ υπ ουδενός ποτέ ετέθη ζήτημα αντικανονικότητος διά τας υπ αριστίνδην εκείνων Συνόδων εκλογάς. ΑΝΤΙΘΕΤΩΣ Η ΠΡΑΞΙΣ ΒΕΒΑΙΟΙ ΤΗΝ ΚΑΝΟΝΙΚΟΤΗΤΑ ΗΜΩΝ (τα κεφαλαία του γράφοντος, βλέπε «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΣΠΙΘΑ, ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 1974)».
 
Εν συμπεράσματι θα μπορούσε να λεχθή, ότι δεν υφίσταται ομοφωνία στους κόλπους των κανονολόγων,αλλά ούτε και των επισκόπων μας, αναφορικά με την κατ αρχήν ύπαρξη κανονικότητας ή μη, των αριστίνδην ή/και των διαρκών Συνόδων. Το σίγουρο είναι, και σε αυτό είμαστε σύμφωνοι, ότι η οιαδήποτε κανονική έλλειψη αποκαταστάθηκε πανηγυρικώς διά της ευχαριστιακής κοινωνίας των επισκόπων. Kατόπιν τούτου, δε δύναμαι να συμμερισθώ την μετά τόσης κατηγορηματικότητος εκφρασθείσα αποψή σας «Ὁ πατήρ Ἐπιφάνιος ὁμιλεῖ! Ἑπομένως, ὅσοι ἔχουν ἀντίθετο γνώμη καί νομίζουν ὅτι τά σχετικά μέ τήν ἐκλογή τοῦ Ἱερωνύμου Α´ καί τήν σύνθεση Ἀριστίνδην Συνόδου εἶναι σύμφωνα μέ τούς Κανόνες, ἐναντιοῦνται πρός τόν μεγάλον Κανονολόγο τῆς Ἐκκλησίας μας, τόν ἀρχιμ. π. Ἐπιφάνιον Θεοδωρόπουλο».
 
Τέλος, θα σας θέσω ένα προβληματισμό που μου δημιουργήθηκε, όταν ανέγνωσα ένα σχετικό κείμενο του μακαριστού μητροπολίτου Κασσανδρείας Συνεσίου: τι έπραξαν τα μέλη της Ιεραρχίας του Μαίου του 1967 όταν συγκροτήθηκε με τον Α.Ν.3/67 η αριστίνδην Σύνοδος; Διαμαρτυρήθηκε κανείς τους; Ο μακαριστός ιεράρχης μετά κατηγορηματικότητος γράφει ότι ΤΟΤΕ, ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΤΗΣ, ΟΥΔΕΙΣ ΙΕΡΑΡΧΗΣ ΔΙΑΜΑΡΤΥΡΗΘΗΚΕ! Ή συμμορφώθηκαν με τη νέα κατάσταση; Δεν συνιστά αυτή η συμμόρφωση, κατά  μία έννοια, παράβαση κανονικού καθήκοντος; Αλλά και αυτοί οι ελάχιστοι επίσκοποι που μετά από λίγο σχετικώς καιρό διαμαρτυρήθηκαν δημοσίως, εν συνεχεία συμμετέσχον της ΙΣΙ, συνεργάσθηκαν με τους συνεπισκόπους τους και εφάρμοσαν, από κοινού, τα νομοθετήματα της αριστίνδην Συνόδου, κατά τον προαναφερθέντα, μακαριστό Συνέσιο.
 
Θα ήθελα, όμως, στο σημείο αυτό να σχολιάσω και μία ακόμη αποστροφή του λόγου σας (όχι της προς εμέ απαντήσεώς σας αλλά της αρχικής περί του Ουκρανικού τοποθετήσεώς σας), στην οποία ισχυρισθήκατε ότι ο μακαριστός αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρυσόστομος ο Β'(Χατζησταύρου) εξεβιάσθη προκειμένου να παραιτηθή. Θα σας παρακαλούσα να μελετήσετε (αν και πιστεύω ότι το έχετε ήδη κάνει) το πραοαναφερθέν βιβλίο του μακαριστού Αττικής Νικοδήμου, όπου από τις μαρτυρίες του μακαριστού μητροπολίτου Μυτιλήνης Ιακώβου και του στρατηγού εν αποστρατεία και τότε αυλάρχου Παπαθανασιάδη, προκύπτει ότι κάθε άλλο παρά εξεβιάσθη ο μακαριστός Χρυσόστομος, αλλά πιθανώς το περιβάλλον του, ενώ αρχήθεν εξέφρασε την επιθυμία του να παραιτηθή, εκφράζοντας μάλιστα την ταυτόχρονη επιθυμία του να τον διαδεχθούν οι αρχιμανδρίτες Ιερώνυμος Κοτσώνης ή ο Χρυσόστομος Γιαλούρης (μεγάλη εκκλησιαστική μορφή, μετά ταύτα μητροπολίτης Χίου), τον επηρέασε ούτως ώστε να μεταβάλη γνώμη. Τότε η στρατιωτική κυβέρνηση (δεδομένου και του προβλήματος υγείας που αντιμετώπιζε αλλά και της ηλικίας του, πάνω από 90 ετών), αποφάσισε να λύση δυναμικά το όλο ζήτημα, επεκτείνοντας και στον τότε αρχιεπίσκοπο το όριο ηλικίας (υπήρχε ήδη το 80ό για τους άλλους αρχιερείς με νόμο του 1966) και τοιουτοτρόπως να κηρυχθή ο αρχιεπισκοπικός θρόνος σε χηρεία.
 
3) Ως προς τη διαμαρτυρία του καθηγητού της Εκκλησιαστικής Ιστορίας, αειμνήστου Γεράσιμου Κονιδάρη, καλό θα είναι να μάθουμε πότε την κατέθεσε ΔΗΜΟΣΙΩΣ. Το Μάιο, δηλαδή, του 1967, οπότε και συγκροτήθηκε η αριστίνδην σύνοδος ή λίγο αργότερα ή μετά από κάποια έτη; Ή την κατέθεσε ΔΗΜΟΣΙΩΣ, αφού ανέλαβε την εξουσία πολιτική κυβέρνηση;
 
Πάντως, εξ όσων γνωρίζω, ούτε ο καθηγητής του Κανονικού Δικαίου Κωνσταντίνος Μουρατίδης, περισσότερο αρμόδιος από επιστημονικής πλευράς, από το Γ.Κονιδάρη, ούτε άλλος τις  κανονολόγος, αντέδρασαν ΔΗΜΟΣΙΩΣ, τότε, τουτέστιν το Μάιο του 1967 (ενώ για τον ΑΝ 214/67 δεν συνέβη το ίδιο, όπως γνωρίζει ο άγιος Γόρτυνος), γιατί στις ιδιωτικές συζητήσεις του, μπορεί ο καθείς να κρίνει, επικρίνει και κατακρίνει ελεύθερα και χωρίς συνέπειες. Το θέμα είναι τι πράττει ΔΗΜΟΣΙΩΣ. Παρακαλώ το σεβασμιώτατο, εάν λαθεύω σχετικώς, να με διορθώση, αποκαθιστώντας την αλήθεια εν προκειμένω.
 
Επιπροσθέτως, θα ενθυμείται, φαντάζομαι, ο άγιος Γόρτυνος, την,  επιεικέστατα (για να μη χρησιμοποιήσουμε άλλον, βαρύτερο και δυστυχώς ορθότερο χαρακτηρισμό) ατυχή παρέμβαση του καθηγητού Κονιδάρη το 1976, οπότε και έθεσε θέμα αντικανονικότητας ενίων συνοδικών μητροπολιτών, μελών της τότε Διαρκούς Ιεράς Συνόδου, την οποία «άδραξε» ο τότε αρχιεπίσκοπος Σεραφείμ, προκειμένου να διακόψη τις εργασίες της, επειδή, μετείχαν σε αυτή ΔΗΘΕΝ αντικανονικοί μητροπολίτες, αποφεύγοντας, κατ αυτόν τον τρόπο, τον έλεγχο κυρίως του Φλωρίνης Αυγουστίνου και ετέρων ιεραρχών, εκλεγέντων επί Ιερωνύμου του Α’. Δυστυχώς, η εν λόγω παρέμβαση αναστάτωσε τότε τον εκκλησιαστικό βίο και καθυστέρησε ανεπίτρεπτα τις εργασίες της συνόδου, που ησχολείτο, μεταξύ των άλλων, και με το φλέγον  θέμα του αυτομάτου διαζυγίου.
Αλήθεια, γιατί να «φανατίσει παιδιά να φωνάξουν «ανάξιος» ο π. Αυγουστίνος»; Εξ όσων γνωρίζω, πνευματικά τέκνα του μακαριστού επισκόπου, φώναξαν «ανάξιος» σε χειροτονίες επισκόπων το Μάιο του 1960, επειδή οι τελευταίοι εστερούντο της έξωθεν καλής μαρτυρίας. Οι επί Ιερωνύμου  (Κοτσώνη) εκλεγέντες είχαν όλοι τους την προαναφερθείσα μαρτυρία, δεν επεδίωξαν να επισκοποποιηθούν και ο πιστός λαός του Θεού επλήσθη αφάτου χαράς και αγαλλιάσεως, άμα τω ακούσματι της εκλογής τους και ουσιαστικά οι εκλογές και χειροτονίες τους έγιναν «ψήφω κλήρου και λαού», όπως λίαν ορθώς τόνισε και  ο μακαριστός π.Αυγουστίνος. Πάντως, τα «άξιος» δόνησαν τους θόλους των ναών κατά τις χειροτονίες των σεμνών και αδιαβλήτων μητροπολιτών, που εξελέγησαν από την αριστίνδην Σύνοδο του 1967.
Και κάτι άλλο, σεβασμιώτατε! Ως κάλλιον εμού γνωρίζετε,μία από τις πλέον κραυγαλέες περιπτώσεις αντικανονικότητος, την οποία κεκοιμημένος καθηγητής του Κανονικού Δικαίου του ΕΚΠΑ, ο Αμίλκας Αλιβιζάτος, ονόμασε «κανονικόν αίσχος», αποτελεί η ύπαρξη περισσοτέρας της μίας,  εκκλησιαστικών δικαιοδοσιών!!! εντός της Ελλαδικής επικρατείας. Και όμως! Αυτό το «κανονικόν αίσχος», πηγή διαρκών προστριβών της Ελλαδικής Εκκλησίας με το πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, εξακολουθεί να υπάρχει και ελάχιστοι είναι αυτοί που διαμαρτύρονται σχετικώς! 
 
4) Η «τιμωρία» των πέντε ιεραρχών- μελών της αριστίνδην συνόδου του 1967 με δεκαετή  αποκλεισμό από τη συμμετοχή τους στα συνοδικά όργανα στην οποία αναφερθήκατε, τυγχάνει τραγελαφική και δεν προβλέπεται από κανένα ιερό κανόνα και ούτε υπάρχει αντίστοιχο προηγούμενο στην εκκλησιαστική μας ιστορία. Επεβλήθη γιατί εξυπηρετούσε σκοπιμότητες του τότε  εκκλησιαστικού, σεραφειμικού καθεστώτος. Αν είναι δυνατόν, εν ενεργεία μητροπολίτες να διοικούν την επαρχία τους, να λειτουργούν,να προβαίνουν σε χειροτονίες, να διορίζουν, να παύουν και να στερούνται του δικαιώματος να συμμετέχουν στα όργανα διοικήσεως της εν Ελλάδι Εκκλησίας! Οποίος τραγέλαφος!  Και, φυσικά!, επεβλήθη χωρίς απαγγελία κατηγορίας, χωρίς δίκη, χωρίς απολογία,με μία πρόχειρη και φανερή εν συνόδω ψηφοφορία! Βαβαί της αντικανονικότητος!
 
Πάντως, οφείλω να ομολογήσω ότι ιδιαιτέρως με χαροποίησε, σεβασμιώτατε, η υφ ημών εκπεφρασθείσα γνώμη  για το ήθος της συντριπτικής πλειοψηφίας των  επί Ιερωνύμου του Α’ εκλεγέντων μητροπολιτών, αποτελούντων πραγματικά εκκλησιαστικά αναστήματα, σεμνώματα και κοσμήματα!
 
Ας μου επιτρέψετε, επιπλέον των όσων έγραψα μέχρι στιγμής, και μία ακόμη παρατήρηση στα υφ ημών λεχθέντα περί του Ουκρανικού εκκλησιαστικού ζητήματος: θεωρώ τουλάχιστον ατυχή τον από μέρους σας παραλληλισμό της εν Ουκρανία εκκλησιαστικής καταστάσεως με τα εν Ελλάδι εκκλησιαστικά γεγονότα του Μαίου του 1967, πράγμα το οποίο, ορθώς κατά τη γνώμη μου, επεσήμαναν και κάποιοι άλλοι σχολιαστές. Νομίζω ότι δεν συγκρίνεται η υπό αριστίνδην συνόδου εκλογή ενός αρχιεπισκόπου, μητροπολίτου ή επισκόπου,  με την «αναγνώριση» και «αποκατάσταση» αυτοχειροτονήτων, αχειροτονήτων, καθηρημένων και αναθεματισμένων ψευδοκληρικών. Το πρώτο, ενδεχομένως να παριστά μία κανονική παρέκκλιση από τον ενδεδειγμένο τρόπο εκλογής των ποιμένων, το δεύτερο τυγχάνει πρωτοφανές κανονικό ανοσιούργημα, ανατρέπον εκ βάθρων το Κανονικό Δίκαιο.
 
Κατακλείοντας την παρούσα, θα επιθυμούσα να εκφράσω την άποψη ότι η στάση των επισκόπων μας απέναντι του Ουκρανικού εκκλησιαστικού προβλήματος, αποτελεί, κατά τη γνώμη μου, μέτρο κρίσεως για πολλούς από αυτούς, δεδομένου ότι δεν αποτελεί μία συνήθη στην εκκλησιαστική ιστορία και ζωή κανονική παρέκκλιση, αλλά μία εκ βάθρων ανατροπή του κανονικού δικαίου και έναν κραυγαλέο ευτελισμό πάσης εννοίας κανονικής τάξεως. Για αυτό το λόγο και ο πιστός λαός του Θεού, αντιδρά μετά σθένους και αναμένει από τους παραδοσιακούς επισκόπους, εν οις και υμείς, να τεθούν μπροστάρηδες στον ιερό αγώνα για την κατίσχυση της εν Ουκρανία κανονικής τάξεως, και όχι, έστω και ανεπιγνώστως, να «συνευδοκούν τοις πράσσουσιν» την αντικανονικότητα.
 
Μετά πλείστης τιμής,
Λυκούργος Νάνης
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου